Της Ελένης Προκοπίου
Η θέση της κυβέρνησης ενόψει της μεγάλης λαϊκής διαμαρτυρίας για το έγκλημα των Τεμπών είναι ότι όλα αυτά που αφορούν τη σύγκρουση και κατεξοχήν το παράνομο και επικίνδυνο φορτίο αλλά και την αλλοίωση του τόπου του δυστυχήματος, είναι τάχα προς απόδειξιν, πρέπει να αποδειχθούν στο δικαστήριο.
Αμφισβητεί λοιπόν στοιχεία που συνιστούν πραγματικά περιστατικά δηλαδή ότι έγιναν τουλάχιστον δύο εκρήξεις , ότι δημιουργήθηκε πυρόσφαιρα 108 μέτρων και ύψους 80 μέτρων, ότι περίπου τα μισά πτώματα απανθρακώθηκαν, ότι αυτοί που επέζησαν επιβάτες και πυροσβέστες υπέστησαν εκτεταμένα χημικά εγκαύματα, ότι ο τόπος του δυστυχήματος και οι δύο αμαξοστοιχίες «λούστηκαν» με καύσιμα πολλών τόνων δηλαδή άκρως εύφλεκτες ουσίες , ξυλόλιο, τολουόλιο, βενζόλιο και άλλα, πράγμα γνωστό ήδη από τις πρώτες μέρες χάρη στη δειγματοληψία του Γενικού Χημείου του Κράτους, ότι εν συνεχεία έγινε εκσκαφή και μεταφορά όλου του χώματος σε βάθος 1,5 μέτρου σε μεγάλη ακτίνα, ότι έγινε επομένως πλήρης αλλοίωση του χώρου, ότι έγινε μπάζωμα του τόπου της τραγωδίας , ότι εδόθη εντολή για καταστροφή κάθε είδους βιολογικού υλικού των θυμάτων σε ένα μήνα. Όλα αυτά είναι «γεγονότα» με τη δικαστική έννοια του όρου τα οποία επιβεβαιώνονται από το Γενικό Χημείο του Κράτους και τους ειδικούς πραγματογνώμονες.
Αμφισβητώντας όλα τα παραπάνω, η κυβέρνηση αρνείται να δεχθεί τα προφανή, ότι δηλαδή έχουμε δύο ομάδες θανάτων εκ των οποίων η μία έχει ως αιτία τη σύγκρουση και η άλλη την έκρηξη-φωτιά, κατεξοχήν δε αρνείται να δεχθεί ότι έλαβε χώρα εκτός από ένα μείζον σιδηροδρομικό δυστύχημα και ένα βιομηχανικό ατύχημα μεγάλης εμβέλειας που προκάλεσε τεράστια καταστροφή .
Η άρνηση αυτή που συνοδεύεται εξαρχής από την παρεμπόδιση κάθε είδους αυτοψίας, καθώς και από την παρεμπόδιση της διερεύνησης της ποινικής ευθύνης των εμπλεκομένων υπουργών μέχρι σήμερα, αλλά και από την απουσία κάθε εξέλιξης στην έρευνα συνιστά άρνηση δικαιοσύνης, που συντελείται πρωτίστως με την παρεμπόδιση του έργου της δικαιοσύνης.
Η άρνηση δικαιοσύνης και η άρνηση απόδοσης των ευθυνών στους υπαιτίους, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο είναι εξόχως πολιτικό ζήτημα που εκφράζεται με τη σύγκρουση της κυβέρνησης με τους γονείς και τον λαό. Μείζον πολιτικό ζήτημα για τους πολίτες, οι οποίοι βρίσκονται ταυτόχρονα απέναντι σε μία Βουλή αποκομμένη από την κοινωνία που λειτουργεί πλέον με «επίφαση δημοκρατίας».
Η άρνηση δικαιοσύνης όμως σε τελική ανάλυση συνιστά ταυτόχρονα επίθεση στην ίδια τη δικαιοσύνη, της οποίας το έργο είναι η εφαρμογή του δικαίου, η απόδοση δικαιοσύνης, πρωτίστως δε η τήρηση της νομιμότητας. Η μη τήρηση της νομιμότητας που συνιστά το «ελάχιστο περιεχόμενο» της οργανωμένης πολιτείας απονομιμοποιεί όχι μόνο την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο αλλά και τη δικαστική εξουσία στρέφοντας τους δικαστές εναντίον των πολιτών .
Η άρνηση δικαιοσύνης είναι λοιπόν κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα που έχει ως αποτέλεσμα τη μετωπική σύγκρουση όλων των θεσμών με τους πολίτες. Δεν νοείται όμως σύγκρουση δικαιοσύνης και πολιτών. Οι δικαστές δεν δικάζουν ενάντια στην κοινή γνώμη αλλά μαζί με την κοινή γνώμη της οποίας τις αξίες , τις πεποιθήσεις και τα ιδανικά οφείλουν να εκφράζουν, καθώς είναι δικαστές αυτής της χώρας, αυτού του λαού στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ενός λαού που διατυπώνει αίτημα δικαιοσύνης, δηλαδή τιμωρίας.
Τα Τέμπη δεν είναι μία φυσική καταστροφή, όπως ένας σεισμός, που δεν έχει πολιτική διάσταση. Δεν είναι μία «αποπολιτικοποιημένη» ουρανοκατέβατη πραγματικότητα που δεν εξαρτάται από μας.
Αντιθέτως είναι μία πραγματικότητα που προήλθε από συγκεκριμένες ανθρώπινες πράξεις και παραλείψεις που τις έκαναν συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα με ονοματεπώνυμο.