Του Α. Π. Δημόπουλου
Μιλάμε για «παλινόρθωση» και στις δημοκρατίες – και στους οπαδούς του κ. Τραμπ ο θρίαμβος των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου γίνεται σίγουρα αισθητός, ως η αποκατάσταση μιας πολιτικής συνέχειας που είχε διακοπεί πρόωρα. Και κάθε «παλινόρθωση» δεν επιφέρει μόνο αποκατάσταση, αλλά και ισχυροποίηση. Όπως ένα ελατήριο, το οποίο επανέρχεται με δύναμη στη θέση από την οποία το είχαν παρεκτοπίσει, έτσι και κάθε «παλινόρθωση» αποκαθιστά μια εξουσία σε μείζονα ισχύ. Και αυτό ακριβώς συνέβη με τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Ο κ. Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι επανήλθαν σε μείζονα ισχύ ακόμα και μέτρο όσα οι ίδιοι προσδοκούσαν – οι εκλογές της 5ης Νοεμβρίου υπήρξαν, με πλέον σύγχρονη διατύπωση, εκλογές «στρατηγικής νίκης». Υπήρξαν εκλογές που δεν ανέδειξαν απλώς και διεκπεραιωτικώς μια νέα εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, αλλά εκλογές που άλλαξαν δραματικά το πολιτικό τοπίο στην Αμερική. Και αυτό για τρεις λόγους.
Πρώτον, γιατί υπήρξαν εκλογές καθαρής προεδρικής πλειοψηφίας. Γιατί όχι απλώς ο κ. Τραμπ εξασφάλισε άνετα και καθαρά την πλειοψηφία στους εκλέκτορες, οι οποίοι εκλέγουν (εμμέσως) τους προέδρους στην Αμερική, αλλά εξασφάλισε επίσης το ίδιο άνετα και καθαρά και την πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα. Αντίθετα με την πρώτη εκλογή του το 2016, όταν ο κ. Τραμπ εκλέχθηκε με επίσης άνετη πλειοψηφία σε εκλέκτορες, αλλά υπολειπόμενος κατά 2 εκατομμύρια ψήφους (ποσοστό 2%) της τότε αντιπάλου του Χίλαρι Κλίντον (με αποτέλεσμα η τότε εκλογή του, όπως και αυτή του George W. Bush το 2000, να αμφισβητηθεί εξαρχής, ως εκλογή μειωμένης δημοκρατικής νομιμοποίησης), στις πρόσφατες εκλογές ήταν ο κ. Τραμπ που άφησε την κυρία Χάρις με έλλειμμα κάποιων εκατομμυρίων ψήφων (ποσοστό άνω του 3%). Με άλλα λόγια, οι εκλογές αποδείχθηκαν ένα γνήσιο δημοψήφισμα θετικής ψήφου υπέρ του κ. Τραμπ, και αυτό παρά την εναντίον του λυσσαλέα πολεμική πανίσχυρων οργανωμένων συμφερόντων αλλά και δικαστικές εμπλοκές, που σε άλλη χώρα θα τον είχαν καταστήσει αυτόματα μη εκλόγιμο παρία. Έτσι, η νομιμοποίηση του κ. Τραμπ να εφαρμόσει μια γνήσια ριζοσπαστική πολιτική είναι πλέον απόλυτη. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει σε κάθε «παλινόρθωση».
Δεύτερον, γιατί οι εκλογές αυτές χάρισαν στους Ρεπουμπλικάνους σαφή πλειοψηφία και στη Βουλή και στη Γερουσία, με αποτέλεσμα η πολιτική ισχύς του κ. Τραμπ να πολλαπλασιάζεται. Γιατί, φυσικά, όλοι θυμούνται ότι στην πρώτη του θητεία ο τότε πρόεδρος συγκατοίκησε με μια Γερουσία ελεγχόμενη από τους Δημοκρατικούς (που τα δύο πρώτα χρόνια έλεγχαν και τη Βουλή των Αντιπροσώπων), με αποτέλεσμα και λόγω της διαρκούς κοινοβουλευτικής παρέλκυσης των πολιτικών του να μην κατορθώσει ποτέ να τις εφαρμόσει απερίσπαστος. Μάλιστα, επί του παρόντος (και παρά τις προβλέψεις που ήθελαν τους Ρεπουμπλικάνους να κερδίζουν ισχνή πλειοψηφία μίας ή το πολύ δύο εδρών στην Γερουσία), αυτή η πλειοψηφία δείχνει να κινείται σε τρεις ή και περισσότερες έδρες, πράγμα που σημαίνει ότι ο κ. Τραμπ δεν θα χρειάζεται καν τους λεγόμενους «μετριοπαθείς» Ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές ώστε να εφαρμόσει ασυμβίβαστα την πολιτική του. Μάλιστα, το γεγονός ότι οι Αμερικανοί έδωσαν στους Ρεπουμπλικάνους και πρόεδρο και Κογκρέσο (ενώ τις περισσότερες φορές πράττουν το αντίθετο, θεωρώντας τη «διαιρεμένη» εξουσία πιο ισόρροπη) δείχνει ότι θέλουν πράγματι τον κ. Τραμπ να προχωρά σε «πολιτικές ρήξης, ανατροπής χωρίς άλλους αστερίσκους» (κυρίως σε θέματα οικονομίας και μετανάστευσης). Και είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό κάθε «παλινόρθωσης» ότι αίρει ακριβώς τα θεσμικά εμπόδια σε μια ενιαία φορά της εξουσίας.
Τρίτον, γιατί οι εκλογές άλλαξαν τον πολιτικό χάρτη της Αμερικής τόσο δραστικά, ώστε να επηρεάζουν από τώρα το μέλλον. Και αυτό προκύπτει όχι τόσο από τα ποσοτικά όσο από τα ποιοτικά τους δεδομένα. Καταρχήν προκύπτει γεωγραφικά. Γιατί ήταν τέτοια η συντριβή της κυρίας Χάρις στη Φλόριντα (43% έναντι 56%), ώστε αυτή να καταστεί πλέον αξιόπιστα «κόκκινη» (ρεπουμπλικανική), και αυτό (το γεγονός ότι η Φλόριντα έγινε το νέο Τέξας), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι Ρεπουμπλικάνοι αύξησαν δραστικά τις (παραδοσιακά) μεγάλες τους πλειοψηφίες σε όλες τις αγροτικές περιοχές, ενώ μείωσαν τις (παραδοσιακά) μεγάλες πλειοψηφίες των Δημοκρατικών στις αστικές (πώς γίνεται οι τελευταίοι να χάνουν το Μαϊάμι;), έχει ήδη κάνει τον πολιτικό χάρτη εγγενώς πλεονεκτικό για το GOP και για το μέλλον. Αλλά προκύπτει και δημογραφικά επίσης. Γιατί το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο συγκρατούσε άλλοτε μια ευρεία «συμπεριληπτική» πλειοψηφία μαύρων, ισπανόφωνων, Εβραίων, γυναικών, νέων και της εργατικής τάξης, αναδείχθηκε πλέον κόλουρο – μόνο οι μαύροι και η lgbt κοινότητα τους στήριξαν καθαρά, όπως επίσης και τα ιδιαίτερα εύπορα κοινωνικά στρώματα, και αυτό ουδόλως μοιάζει με μια βιώσιμη πολιτική πλειοψηφία. Αντίθετα, ισπανόφωνοι, νέοι και κυρίως οι γυναίκες (που θα οδηγούσαν δήθεν σε πανηγυρική εκλογή την κυρία Χάρις, λόγω αμβλώσεων) μοιράστηκαν ισόρροπα. Με άλλα λόγια, στις εκλογές αυτές οι Ρεπουμπλικάνοι αναδείχθηκαν ως ένα γνήσιο πολυσυλλεκτικό κόμμα της «μέσης πλειοψηφίας» και αυτό τους μετατρέπει σε ένα «φυσικό κόμμα εξουσίας» και μετά τον τρέχοντα εκλογικό κύκλο. Και, τέλος, επειδή καμία «παλινόρθωση» δεν είναι πλήρης χωρίς διάδοχο, με όσα είδαμε προχθές, έξαφνα, η επιλογή του κ. Τραμπ να χρίσει οιονεί διάδοχο τον αμφιλεγόμενο (αλλά σίγουρα ευφυέστατο και ηλικίας μόλις 40 ετών) J.D. Vance δεν δείχνει πια (όπως στην αρχή) προϊόν ελλείμματος, αλλά μάλλον πλεονάσματος σκέψης. Γιατί τι άλλο υπάρχει, εκτός από μια (μελλοντική) «προεδρία Vance», που να συμβολίζει καλύτερα τον όλεθρο των Δημοκρατικών και για το μέλλον;