Του Απόστολου Διαμαντή
Όταν ο τοξικός πρωθυπουργός του 28% χάνει τον έλεγχο μέσα στη Βουλή, καταργώντας τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και βρίζοντας τον Σαμαρά, ενώ την ίδια στιγμή δεν αντιδρά όταν η Τουρκία απαιτεί να καταργήσουμε την ελληνική ΑΟΖ στη Λέσβο και τη Χίο, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια πολιτική δύναμη του επιτρέπει να βρίσκεται ακόμη στη θέση του.
Είναι τόσο εκκωφαντική η υποχώρηση της Ελλάδας στα ζητήματα κυριαρχίας και, ταυτόχρονα, τόσο απόλυτη η οικονομική και κοινωνική της παρακμή, που τα μόνα ερωτήματα που απομένουν είναι δύο: έχει αντίπαλο ο πρωθυπουργός μέσα στη ΝΔ; Έχει αντιπολίτευση η χώρα;
Ας πάρουμε το πρώτο ερώτημα: η προσωπική επίθεση που δέχθηκε ο Σαμαράς χθες στη Βουλή δείχνει σαφώς, πως ο τρόπος με τον οποίο τόσο ο ίδιος όσο και ο Καραμανλής αντιμετωπίζουν την επικίνδυνα ενδοτική πολιτική της κυβέρνησης είναι άσφαιρος. Διότι, απέναντι σε τόσο θεμελιώδεις διαφορές, όταν δηλαδή με τις δηλώσεις σου υπονοείς πως η κυβέρνηση ετοιμάζεται να παραχωρήσει εθνική κυριαρχία, τότε δεν έχουν νόημα οι κομψές αναλύσεις και τα πολιτικά υπονοούμενα. Εάν υπάρχει τέτοια εδραιωμένη πεποίθηση στους δύο πρώην πρωθυπουργούς, πως δηλαδή ο Μητσοτάκης οδηγεί τη χώρα σε παραχώρηση κυριαρχίας στο Αιγαίο, τότε μία είναι η κίνηση που αρμόζει στη σοβαρότητα του γεγονότος: η απόσυρση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και η άμεση διενέργεια εκλογών. Ούτως ώστε να εμποδιστεί αυτή η εθνική υποχώρηση.
Με μια συνέντευξη τύπου, οι δύο πρώην πρωθυπουργοί θα έπρεπε λοιπόν να ξεκαθαρίσουν την πολιτική τους θέση, να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση και το ίδιο να πράξουν και όσοι βουλευτές έχουν την ίδια άποψη. Εφόσον δεν το κάνουν, τότε διά παραλείψεως διευκολύνουν την κυβέρνηση να παραχωρήσει στην Τουρκία εθνικό χώρο. Οι δηλώσεις στην πολιτική δεν έχουν νόημα, εάν δεν συνοδεύονται από πράξεις. Η πολιτική είναι απόφαση και πράξη, δεν είναι ακαδημαϊκή συζήτηση ή επιστημονική ανάλυση. Ο πολιτικός δεν είναι συγγραφέας.
Ας περάσουμε στο δεύτερο ερώτημα: την αντιπολίτευση. Αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται να εκλέξει αρχηγό, ενώ ταυτόχρονα πέφτει συνεχώς σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης. Επομένως δεν είναι σε θέση, αυτή τη στιγμή, να ασκήσει αντιπολίτευση. Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, ξέμεινε με τον επίσης άσφαιρο Ανδρουλάκη, ο οποίος ξιφουλκεί μεν εναντίον της κυβέρνησης, έχοντας όμως τοποθετήσει επικεφαλής του πολιτικού σχεδιασμού μία πολιτικό, η οποία, μόλις πριν λίγο καιρό, συνομιλούσε με την κυβέρνηση!
Αυτό σημαίνει, πολύ απλά, πως το ΠΑΣΟΚ στοχεύει σε μελλοντική συνεργασία με τη ΝΔ, διότι εάν σκόπευε στην ανατροπή της θα φρόντιζε να συμπήξει αντικυβερνητικό πόλο με τα άλλα κόμματα της κεντροαριστεράς – όπως γίνεται στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπου οι πολιτικές δυνάμεις εννοούν αυτά που λένε. Εφόσον το ΠΑΣΟΚ οδεύει με στόχο να ξαναγίνει απλώς δεύτερο κόμμα -πράγμα αμφίβολο εάν ο ΣΥΡΙΖΑ τελειώσει με τα εσωκομματικά του- τότε η αντιπολίτευσή του είναι επίσης άσφαιρη και υστερόβουλη.
Μένουν τα μάλλον αδύναμα μικρά κόμματα της κεντροαριστεράς, τα οποία ουσιαστικά δεν έχουν πολιτικό λόγο ύπαρξης και εμμέσως διευκολύνουν και αυτά την κυβέρνηση να παραμένει στη θέση της και η σημαντική, αλλά κατακερματισμένη δεξιά αντιπολίτευση, η οποία προς το παρόν είναι ακέφαλη και επομένως εξίσου άσφαιρη.
Το προφανές συμπέρασμα όλων αυτών είναι πως η Ελλάδα βαδίζει στα τυφλά, δεν έχει εθνικούς στόχους πέραν των άνευ όρων παραχωρήσεων της κυβέρνησης στην Τουρκία και τη χρήση των κοινοτικών κονδυλίων με στόχο τη διατήρησή της στην εξουσία. Την ίδια στιγμή η οικονομία βουλιάζει, με πτώση των εξαγωγών, της παραγωγής και των παραγωγικών επενδύσεων, ο λαός έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του, το κοινωνικό κράτος παραπαίει και το πολιτικό σύστημα κινείται στα όρια της φαρσοκωμωδίας, με πλήθος σκανδάλων να αιωρούνται.
Κατόπιν τούτων, είναι προφανές πως εάν δεν θέλουμε να συνεχιστεί η πολιτική παρακμή, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος προσφυγής σε άμεσες εκλογές, έτσι ώστε να πάρει ο λαός την ευθύνη για αυτά που γίνονται και όσα θα ακολουθήσουν.
Η ευθύνη των Καραμανλή και Σαμαρά είναι επίσης μεγάλη και, επιπλέον, αυτή είναι η τελευταία στροφή και για τους ίδιους. Δεν θα υπάρξει άλλη.
Δεν θα έχουν ξανά άλλη ευκαιρία, άλλη δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης, εάν τώρα, αυτή τη στιγμή, παραμείνουν απλοί παρατηρητές και σχολιαστές των εξελίξεων.
Η ιστορία θα τους έχει αφήσει πίσω.