Του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Μία ακόμη τουριστική περίοδος βαίνει προς το τέλος της και θα πρέπει να αναλογιστούμε σοβαρά κατά πόσον η φερόμενη ως «βαριά βιομηχανία» μας, ο τουρισμός, δικαιολογεί ή όχι τον τίτλο της.
Αν εξετάσουμε τους ψυχρούς αριθμούς, θα δούμε, σύμφωνα τουλάχιστον με τα στοιχεία που παραθέτει το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), ότι τα κατά κεφαλήν έσοδα από έναν τουρίστα για την εθνική μας οικονομία πέφτουν συνεχώς από το 2022. Κι αυτό, παρά την αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα, κάτι που είναι ιδιαιτέρως παράδοξο και πιθανότατα οφείλεται σε «μαύρο» χρήμα που δεν περνά στην πραγματική οικονομία! Επομένως, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είτε υπολειτουργούν είτε «λαδώνονται» για να μην κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν ωφελείται η ελληνική οικονομία, αλλά η παραοικονομία!
Το φαινόμενο του υπερτουρισμού, που παρατηρείται σε αρκετές ελληνικές περιοχές, έχει ζημιογόνες επιπτώσεις στην τοπική οικονομία και καθημερινότητα, αναντίστοιχες με όποια οφέλη αυτή επιφέρει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η νήσος Θάσος, μία από τις ραγδαία «αναπτυσσόμενες» τουριστικά περιοχές της πατρίδας μας. Οι φυσικοί πόροι του νησιού αυτού, διαχρονικά, αρκούσαν για να θρέψουν έναν συγκεκριμένο πληθυσμό, που κυμαινόταν πάντοτε μεταξύ 15.000 με 20.000 ψυχές. Σήμερα, το νησί έχει μόνιμο πληθυσμό περίπου 13.000 κατοίκους, ενώ την καλοκαιρινή περίοδο εκτιμάται ότι διαμένουν σε αυτό περισσότεροι από 130.000 άνθρωποι καθημερινά, αριθμός δηλαδή δεκαπλάσιος των μονίμων κατοίκων του! Είναι φυσιολογικό, λοιπόν, να υπάρχει πλέον, τουλάχιστον την περίοδο αυτή, σοβαρό πρόβλημα με την υδροδότηση τόσο των μόνιμων κατοικιών όσο και κυρίως με τα χιλιάδες τουριστικά καταλύματα που έχουν δημιουργηθεί. Πρόβλημα που επιτείνεται από την εντελώς αδικαιολόγητη κατασκευή καταλυμάτων με πισίνες, σε ένα νησί με δεκάδες αμμουδερές ακρογιαλιές και σμαραγδένια νερά. Αρκεί μάλιστα μια παρατεταμένη περίοδος ξηρασίας, όπως η φετινή, για να λάβει το πρόβλημα δραματικές διαστάσεις.
Οι καταστροφικές επιπτώσεις, όμως, της τουριστικής «ανάπτυξης» αγγίζουν και μια άλλη πτυχή της τοπικής (και κατ᾽ επέκτασιν εθνικής) οικονομίας, αυτήν της πρωτογενούς παραγωγής. Γεωργία, κτηνοτροφία, μελισσοκομία, αλιεία και άλλες «επίπονες» δραστηριότητες εγκαταλείπονται για να δημιουργηθούν τουριστικά καταλύματα, με υπηρεσίες κυρίως από αλλοδαπό προσωπικό, αλλά και με εφοδιασμό τους (από κλινοσκεπάσματα, μαχαιροπίρουνα και τρόφιμα μέχρι κλιματιστικά και οικοσκευή) από ξένες χώρες, αφού η εγχώρια παραγωγή μας σε όλα αυτά είναι πλέον μηδαμινή.
Οι περιπτώσεις της δραματικά μειωμένης παραγωγής κρασιού στη Σαντορίνη, μελιού στη Θάσο, πατατών και τυριών στη Νάξο καταδεικνύουν την αποσύνδεση της πρωτογενούς παραγωγής από την «τουριστική βιομηχανία», η οποία, όπως είναι φυσικό, προσφεύγει σε εισαγόμενα προϊόντα για την εξυπηρέτηση των αναγκών της. Επιπλέον, η απασχόληση εποχικού προσωπικού στις τουριστικές δραστηριότητες, κυρίως από άλλες χώρες, λόγω των χαμηλών μεροκάματων, οδηγεί τους Έλληνες, έχοντας ήδη αποξενωθεί από τις άλλες παραγωγικές οικογενειακές δραστηριότητες, στο εξωτερικό για αναζήτηση εργασίας.
Όλα τα παραπάνω θα πρέπει, επιτέλους, να μας προβληματίσουν. Επειδή γενικώς έχουμε ως λαός την τάση να «πέφτουμε με τα μούτρα» σε καθετί νέο, συνήθως χωρίς μακροχρόνιο σχεδιασμό, πρέπει να μπει κι εδώ μια τάξη. Όπως κάποιος σώφρων άνθρωπος δεν θα δαιμονοποιήσει τον τουρισμό, έτσι και μια σώφρων κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες από τη γιγάντωσή του. Αποτελεσματικός έλεγχος της φοροδιαφυγής, μακροχρόνιος σχεδιασμός τουριστικής ανάπτυξης περιοχών με βάση τις αντοχές του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων τους, κίνητρα για την ενίσχυση και την εγχώρια απορρόφηση της τοπικής παραγωγής είναι τα πρώτα άμεσα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, αν θέλουμε πράγματι ο τουρισμός να επιτελέσει τον ρόλο του ως «βαριά βιομηχανία» και όχι ως ολετήρας κάθε παραγωγικής διαδικασίας.
*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»,
endohora@yahoo.gr