Του Απόστολου Αποστόλου*
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στη Γαλλία, αναπτύχθηκε ένα ρεύμα που είχε μεγάλη απήχηση στα ΜΜΕ και αναφερόταν στο τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων». Όμως οι «μεγάλες αφηγήσεις» όχι μόνο δεν έχουν εξαφανιστεί, αλλά παραμένουν ακλόνητες. Μάλιστα, ορισμένες έχουν ανακτήσει δυνάμεις, όπως, για παράδειγμα, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός (όχι μόνο ο ισλαμικός, ας σκεφτούμε την Ινδία του Μόντι, τους Ευαγγελιστές στις ΗΠΑ, καθώς και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό σε χώρες της Νότιας Αμερικής).
Επιπλέον βρισκόμαστε στην παρουσία μιας νέας αφήγησης που ξεπερνά όλες τις «μεγάλες αφηγήσεις» και γίνεται κυρίαρχη ιδεολογία ως δογματική προπέτεια που αναφέρεται στον αναγκαίο και διαρκή πόλεμο και αποτελεί μια αφήγηση που θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας συνολικά.
Ουσιαστικά, το μόνο «μεγάλο αφήγημα» που αμφισβητήθηκε πραγματικά ήταν αυτό που εξέφραζε το εργατικό και αριστερό κίνημα με την ευρεία έννοιά του. Το αφήγημα της εργατικής τάξης, το οποίο προέκυπτε από τους αγώνες της Αριστεράς στα μεγάλα εργοστάσια, από τις συγκρούσεις με τις καπιταλιστικές διακηρυγμένες αρχές, το οποίο όμως άδειασε γρήγορα και κάηκε σαν τα ρωμαϊκά κεριά. Έτσι, λοιπόν, για να δημιουργηθεί τώρα πια μια νέα «μεγάλη αφήγηση» της Αριστεράς απαιτούνται να υπάρξουν προϋποθέσεις και διατυπώσεις οι οποίες δεν θα είναι αυθαίρετες, δοξαστικές και υποθετικές, αλλά θα έχουν αξιώσεις εγκυρότητας και θα πλειοδοτούν στην κατάφαση της ορμής για αλλαγή και για μια νέα προοπτική.
Σήμερα στο αριστερό αφήγημα φαίνεται ότι έχει ξεπεραστεί η ταξική ταυτότητα, η οποία αντικαταστάθηκε από άλλες ταυτότητες (έμφυλη ταυτότητα, ταυτότητες ανεξάρτητης αυτο-αντίληψης ή κοινωνικής διαντίδρασης G.H. Mead κ.λπ.). Ως εκ τούτου δεν μπορεί πλέον η ταξική ταυτότητα να αποτελεί το κέντρο των αξιών της δυνατής κατανόησης του αναστοχασμού της αριστερής αφήγησης. Εξάλλου, το θέμα της τάξης ως ταυτότητας που ενεργοποιείτο στο παρελθόν σε πολιτικές συγκρούσεις κρίνεται ως αμφιλεγόμενο από τη χρηστική συναφειακή συγκυριακή Αριστερά. Γιατί κάποιοι θεωρητικοί της Αριστεράς με την «αναθεωρησιμότητα» της σκέψη τους υποστηρίζουν ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε σε μια ταξική ταυτότητα, αλλά μόνο σε μια σύγκλιση διαφορετικών κοινωνικών αιτημάτων που εκφράζουν πολλές ταυτότητες και οι οποίες διαμορφώνουν αλληλοεπιδράσεις ικανές να συνθέσουν κατηγορίες αντιθέσεων και να αντιπαλέψουν τον πολιτικό εχθρό. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας τόνιζε ότι λόγω της αποικιοποίησης «βιόκοσμου» οι ταξικοί αγώνες δεν μπορούν να παίξουν κάποιο σοβαρό ρόλο.
Το επίκεντρο της αριστερής πολιτικής άλλαξε τη δεκαετία του 1960, θα μας πει ο Ρίτσαρντ Ρόρτι. Η Αριστερά έπαψε να είναι πολιτική -θα τονίσει ο Ρόρτι- και αντ’ αυτού έγινε πολιτιστικό κίνημα. Η επικρατούσα άποψη της «μεταρρυθμιστικής/ριζοσπαστικής Αριστεράς» -πάντα κατά τον Ρόρτι- ήταν ότι δεν μπορούσε πλέον (η Αριστερά) να προωθήσει την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη εντός του συστήματος. Έτσι, η Αριστερά στράφηκε στην πολιτισμική θεωρία. Έγραφε, λοιπόν, ο Ρόρτι: «Υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά στην ιστορία της επιτυχίας που διέγραψε η πολιτιστική Αριστερά μετά τη δεκαετία του ’60». Τι επετεύχθη, λοιπόν, σύμφωνα με τον Ρόρτι: «Την ίδια περίοδο κατά την οποία ο κοινωνικά αποδεκτός σωβινισμός μειώθηκε, αυξήθηκαν παράλληλα η οικονομική ανισότητα και η οικονομική ανασφάλεια. Είναι σαν να μην μπορούσε η Αριστερά να χειριστεί περισσότερες από μία πρωτοβουλίες εγκαταλείποντας τους αγώνες της οικονομικής ισότητας και της προστασίας των εργατικών σχέσεων. Συμβιβάστηκε με τα νέα δεδομένα του χρήματος και τη διεθνοποιημένη αγορά». Η ανησυχία, βέβαια, του Ρόρτι δεν ήταν ότι η Αριστερά ενδιαφερόταν υπερβολικά για τις φυλετικές σχέσεις ή τις διακρίσεις (έτσι και αλλιώς θα έπρεπε να ενδιαφέρεται), αλλά μας προειδοποίησε ότι η «μεταρρυθμιστική/ριζοσπαστική Αριστερά» έπαψε να κάνει τη σκληρή δουλειά της δημοκρατικής πολιτικής και να αντιστέκεται σε επιλογές οικονομικών πολιτικών. Τόνιζε, μάλιστα, ότι υποχώρησε για να κερδίσει στον ακαδημαϊκό χώρο, θεμελιώνοντας νέες θεωρίες κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος, μένοντας όμως έτσι μακριά από το συγκεκριμένο πολιτικό της ενδιαφέρον. Και όλο αυτό μελλοντικά θα αποδειχτεί, όπως ο Ρόρτι υποστήριζε, καταστροφικό για τη «μεταρρυθμιστική Αριστερά».
Στο ερώτημα «πώς» θα υπάρξει σήμερα αγωνιστικότητα συναντάμε διαφορετικές αριστερές προσεγγίσεις. Εκείνων που δίνουν προτεραιότητα στην κοινωνική σύγκρουση και την «εξέγερση» με καθαρά ταξικά κίνητρα, και εκείνων που πιστεύουν ότι οι συναθροίσεις κινημάτων ως πρωταρχικοί φορείς μπορούν να αποδώσουν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς για την κατάκτηση της εξουσίας, με μετριασμένη όμως αγωνιστική προσπάθεια.
Εκείνο που προκύπτει, βέβαια, είναι αν κρίνεται αναγκαίο να ενώνονται πολιτικο-κοινωνικές δυνάμεις ενάντια στο σύστημα χωρίς να διαθέτουν κοινές «ταυτοτικές» προϋποθέσεις. Στην παρούσα φάση θα μπορούσαμε να θυμηθούμε όσα έλεγε ο Μαρξ, στη «18η Μπρυμαίρ: «Οι ταξικοί αγωνιστές δημιουργούν περιστάσεις ιστορικής δράσης που επιλέγουν οι ίδιοι όχι με αυθαίρετο τρόπο, αλλά κάτω από συνθήκες που βρίσκονται μπροστά τους και οι οποίες (συνθήκες) είναι καθορισμένες από τα τρέχοντα γεγονότα και από την παράδοση» (Κ. Μαρξ 1852). Με τη λέξη «γεγονότα» εννοείται εδώ η κοινωνικοοικονομική δομή και με τη λέξη «παράδοση» εννοείται όλο το σύνολο των ιδεολογιών, της κοινής λογικής και της κοινωνικής φαντασίας.
Μια νέα αφήγηση του αριστερού κινήματος θα πρέπει πρώτα να ερμηνεύσει το «αλλά» του Μαρξ. Δηλαδή την πιθανή σύνδεση της υποκειμενικής βούλησης και των αντικειμενικών συνθηκών που υπάρχουν σε μια συγκεκριμένη ιστορική φάση, και κάτω από μια συγκεκριμένη κατάσταση. Αυτή η σχέση (βούληση/αντικειμενικές συνθήκες/ιστορική στιγμή) υποδηλώνει τις αξιώσεις αλήθειας της πολιτικής δυνατής κατανόησης.
Έτσι μόνο μπορεί να καταφύγει η Αριστερά σ’ ένα ρυθμιστικό σχέδιο, σ’ έναν πυρήνα αξιών και ηθικών κρίσεων που θα καθοδηγεί την καθημερινή πολιτική δράση. Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, για το περιεχόμενο μιας «μεγάλης» αριστερής «αφήγησης» χωρίς αυθαίρετες κατασκευές, είναι η σχέση με το πρωταρχικό αντικείμενο της πολιτικής. Δηλαδή να απαλειφθεί ο κίνδυνος μετατροπής της πολιτικής πρότασης σε καθαρή αντιπαράθεση εναλλακτικών «αφηγημάτων» με υποθετικές αληθοφάνειες. Γιατί μόνο όταν μεταμορφώνεται μια αφήγηση σε οικουμενική θεμελίωση μπορεί να γίνει «μεγάλη αφήγηση» και να είναι πολιτικά αποτελεσματική. Για να το πούμε και αλλιώς, η ριζοσπαστική/μεταρρυθμιστική Αριστερά κάτω από τις νέες πιέσεις της εποχής συστράφηκε, διχάστηκε και μετατέθηκε στο ομοίωμα μιας μη συμπίπτουσας Αριστεράς, προς το όραμα της αρχικής της εικόνας. Εισήλθε στη διάθλαση και έφυγε από το κέντρο της, κινούμενη διαγωνίως, ταυτιζόμενη δε με ένα νέο είδωλο ενός αριστεροφιλελεύθερου μέλλοντος, χάνοντας έτσι το κέντρο της. Σήμερα η ανανεωτική ριζοσπαστική Αριστερά θέτει ζητήματα τα οποία δεν αντιμετωπίζονται συγκρουσιακά, αλλά στο επίπεδο συνεργασίας μεταξύ κεφαλαίου και κράτους με μηχανισμούς κοινωνικού συντονισμού που ανήκουν στο πεδίο της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Να γιατί η «αριστερή αφήγηση» προχωρεί στην αφασία της εποχής με τους οραματικούς συμβιβαστικούς σπασμούς και τις επιταχυνόμενες συμφωνίες και όχι με τους συγκρουσιακούς αναβαθμούς.
*Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας