Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη*
O αείμνηστος Βίνφριντ Χάσεμερ (Winfried Hassemer), καθηγητής Ποινικού Δικαίου στην Νομική Σχολή της Φρανκφούρτης και δικαστής του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, στο βιβλίο του «Μορφές εμφάνισης του σύγχρονου Δικαίου» (Erscheinungsformen des modernen Rechts, 2007, σελ. 235 επ.), έκανε την διαπίστωση ότι πλέον έχουμε περάσει σε μια διαφορετική εποχή, όπου το κράτος δεν αντιμετωπίζεται από τους πολίτες σαν τον Λεβιάθαν που τάιζε και ταυτοχρόνως απειλούσε τους ανθρώπους.
Αντιθέτως, στα μάτια των πολιτών για τους οποίους έγραφε ο Χάσεμερ το 2007, κατά μείζονα δε λόγο στα μάτια των σημερινών πολιτών, το κράτος δεν είναι επιθετικό, ύπουλο και κακόηθες. «Δεν τρυπώνει το κράτος στην ιερή, ιδιωτική σφαίρα των πολιτών, αλλά είναι οι ίδιοι οι πολίτες εκείνοι που, με την θέλησή τους, προσκαλούν το κράτος-επιτηρητή να τους παράσχει ασφάλεια σε βάρος της ελευθερίας τους».
Γράφοντας το βιβλίο αυτό πριν από 17 χρόνια, ο διορατικός Γερμανός ποινικολόγος εκτιμούσε ότι ήμασταν έτοιμοι να εγκαταλείψουμε την κλασική σύλληψη της έννοιας της ιδιωτικότητας. Προφανώς δικαιώθηκε απολύτως, αφού εν έτει 2024 το πνεύμα της εωσφορικής Νέας Εποχής προωθεί αναμφισβήτητα το πρότυπο του «γυάλινου πολίτη».
ΨΗΦΙΑΚΟ ΠΑΝΟΠΤΙΚΟ
Παρεμφερής είναι η θέση του Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν, Νοτιοκορεάτη φιλοσόφου, θεωρητικού του πολιτισμού και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Τεχνών του Βερολίνου, ο οποίος, στην πραγματεία του «Ψυχοπολιτική. Ο νεοφιλελευθερισμός και οι νέες τεχνολογίες εξουσίας» (μτφ.: Β. Τσαλής, εκδ. Opera, 2023, σελ. 20), επισημαίνει ότι οι σημερινοί πολίτες έχουν γίνει τρόφιμοι ενός ψηφιακού Πανοπτικού, που, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε για τους αυθεντικούς τροφίμους του κατασκευασμένου σύμφωνα με την σύλληψη του Ιερεμία Μπένθαμ Πανοπτικού (εκείνοι βρίσκονταν σε απομόνωση για πειθαρχικούς λόγους), επικοινωνούν εντατικά μεταξύ τους και εκτίθενται με την θέλησή τους: «η κοινοποίηση δεδομένων δεν πραγματοποιείται εξαναγκαστικά, αλλά από εσωτερική ανάγκη».
Ο Χαν συνοψίζει την παραδοξότητα που χαρακτηρίζει τον τρόπο λειτουργίας αυτού του υβριδικού Πανοπτικού στην εξής φράση: «Στις μέρες μας, η επιτήρηση πραγματοποιείται χωρίς επιτήρηση». Εν συνεχεία, εξηγεί: «Αποκαλύπτουμε οικειοθελώς κάθε είδους προσωπικά δεδομένα και πληροφορίες στο διαδίκτυο, δίχως να γνωρίζουμε ποιος, τι, πότε και υπό ποιες περιστάσεις μαθαίνει κάτι για μας. Αυτή η εκτός ελέγχου κατάσταση συνιστά μια δυνάμει σοβαρή κρίση της ελευθερίας».
Παρεμφερείς σκέψεις είχε διατυπώσει ο Χαν και στην παλαιότερη πραγματεία του «Η κοινωνία της διαφάνειας» (μτφ.: Ανδ. Κράουζε, εκδ. opera, 2015, σελ. 93/94): «Η ιδιαιτερότητα του ψηφιακού πανοπτικού έγκειται κυρίως στο ότι οι ίδιοι οι εποπτευόμενοί του συνεργάζονται ενεργά στην κατασκευή και στη συντήρησή του, εκθέτοντας και απογυμνώνοντας τον εαυτό τους. Οι ίδιοι καθιστούν τους εαυτούς τους εκθέματα στην πανοπτική αγορά. Η πορνογραφική έκθεση και ο πανοπτικός έλεγχος αλληλοκαλύπτονται. Η επιδειξιομανία και η ηδονοβλεψία τροφοδοτούν τα δίκτυα ως ψηφιακό πανοπτικό».
Από τους Έλληνες διανοητές, στο υβριδικό πανοπτικό της σημερινής εποχής έχει αναφερθεί και ο Νικόλαος Μπιτζιλέκης, καθηγητής Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ., στην εισήγησή του με τίτλο «Επιτήρηση: Μια ποινή χωρίς ποινικό δίκαιο;» (σε: Καϊάφα-Γκμπάντι/Prittwitz, Επιτήρηση και ποινική καταστολή στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, 2011, σελ. 37 επ.), ο οποίος σημειώνει ότι:
«Στη σημερινή καταναλωτική κοινωνία οι πολίτες-καταναλωτές γίνονται αντικείμενα μιας συνεχούς θέασης, χωρίς να βλέπουν τον θεατή. Εκτίθενται δηλαδή σε ένα βλέμμα δίχως πρόσωπο. […] Το πρόβλημα είμαστε εμείς που παραδοθήκαμε τόσο εύκολα στην άλογη ικανοποίηση αναγκών, αρνούμενοι να στερηθούμε ό,τι μας προσφέρεται ως εύκολο, ως χρήσιμο, ως άκοπο, παρασυρμένοι από ψευτοσυνθήματα και ψευτοεπιχειρήματα».
ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΕ ΝΑ ΚΡΥΨΩ
Σε ό,τι αφορά το γνωστό αυτοκαθησυχαστικό και δικαιολογητικό της επιτήρησης επιχείρημα «όποιος δεν έχει τίποτε να κρύψει, δεν έχει τίποτε να φοβηθεί», ο Μπιτζιλέκης το χαρακτηρίζει δικαίως παραπλανητικό: «Διότι είτε δεν έχει κανείς προσωπική ζωή πλέον, όταν αναγκάζεται να τη δημοσιοποιήσει για να αποφύγει το φόβο και την υπόνοια, είτε, αναγκαζόμενος αντίθετα να προφυλάξει την ιδιωτικότητά του, ζει διαρκώς μια κατάσταση φόβου. Και στην πρώτη και στην δεύτερη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με ελεύθερους πολίτες ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου. Γιατί, μόνο όποιος νιώθει ελεύθερος σε ένα κράτος δικαίου, αυτός δεν έχει πραγματικά τίποτε να φοβηθεί».
Επικαλούμενος τον Έντουαρντ Σνόουντεν, ο Ιγνάσιο Ραμονέ συμπληρώνει την σκέψη του Μπιτζιλέκη, τονίζοντας: Όταν ο κόσμος λέει «δεν έχω τίποτα να κρύψω», στην πραγματικότητα περιφρονεί τα δικαιώματά του (Η αυτοκρατορία της επιτήρησης, μτφ.: Γ. Καράμπελας, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, 2015, σελ. 112).
Την ίδια φράση έχει στηλιτεύσει και η Σοσάνα Ζούμποφ (Shoshana Zuboff), καθηγήτρια της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ, στο ογκώδες βιβλίο της για τον κατασκοπευτικό καπιταλισμό (μτφ.: Γ. Μπέτσος, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σελ. 23), όπου κάνει λόγο για «ψυχικά αδρανοποιημένους πολίτες», «εξοικειωμένους με την πραγματικότητα της παρακολούθησης, της εξόρυξης των δεδομένων τους και της τροποποίησης της συμπεριφοράς τους». Αυτοί, λοιπόν, οι χαυνοπολίτες, όταν λένε πως «δεν έχουν τίποτε να κρύψουν», επιχειρούν να εκλογικεύσουν την απεμπόληση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς τους με «μοιρολατρικό κυνισμό», καταφεύγοντας σε έναν «μηχανισμό αυτοάμυνας».
ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟΣ
Στο προαναφερθέν βιβλίο του για την «Ψυχοπολιτική» (σελ. 25), ο Χαν παρατηρεί έξοχα ότι αυτού του είδους η μοντέρνα, εξατομικευμένη (αυτο)επιτήρηση χωρίς επιτήρηση υλοποιείται μέσω τεχνολογικών μηχανισμών που αποτελούν ψηφιακά λατρευτικά αντικείμενα. Επί παραδείγματι, το έξυπνο κινητό τηλέφωνο «αναλαμβάνει τη λειτουργία του ροζαρίου, το οποίο είναι επίσης εύχρηστο και χειροπιαστό όπως το κινητό τηλέφωνο. Σκοπός και των δύο αντικειμένων είναι η αυτοεξέταση και ο αυτοέλεγχος. Η εξουσία αυξάνει την αποτελεσματικότητά της αναθέτοντας την επιτήρηση στον καθένα ξεχωριστά. Το «like» είναι το ψηφιακό αμήν. Κάθε φορά που πατάμε «like», δείχνουμε υποταγή στην εξουσία. Το smartphone δεν είναι απλώς ένας αποτελεσματικός μηχανισμός επιτήρησης, αλλά και ένα φορητό εξομολογητήριο. Το Facebook είναι η εκκλησία, η παγκόσμια συναγωγή της ψηφιακής εποχής».
ΕΞΥΠΝΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Συναφείς και εξίσου σημαντικές είναι οι διαπιστώσεις που κάνει ο Χαν στην επόμενη ενότητα της «Ψυχοπολιτικής», όπου καταπιάνεται με την «έξυπνη εξουσία» (σελ. 29/30):
«Η έξυπνη εξουσία αγγίζει τρυφερά την ψυχή αντί να την πειθαρχεί και να την υποτάσσει με εξαναγκασμούς ή απαγορεύσεις. Δεν μας επιβάλλει τη σιωπή· αντιθέτως, μας προτρέπει διαρκώς να ανακοινώνουμε, να μοιραζόμαστε, να συμμετέχουμε, να εκφράζουμε τη γνώμη μας, τις ανάγκες μας, τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις μας».
«Αυτή η καλοσυνάτη εξουσία είναι, τρόπον τινά, ισχυρότερη από την κατασταλτική εξουσία. Διαφεύγει εντελώς την προσοχή μας. Η κρίση της ελευθερίας κατά τη σύγχρονη εποχή συνίσταται στο ότι έχουμε να κάνουμε με μια τεχνολογία εξουσίας που δεν αναιρεί ούτε καταστέλλει την ελευθερία, αλλά την εκμεταλλεύεται. Η ελεύθερη εκλογή ακυρώνεται για χάρη της ελεύθερης επιλογής ανάμεσα σε διάφορες προσφορές».
«Η έξυπνη εξουσία που παρακινεί και σαγηνεύει υπό τον μανδύα του φιλελευθερισμού και της φιλικότητας είναι πιο αποτελεσματική από την εξουσία που διατάζει, απειλεί και επιβάλλει».
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, εν έτει 2024 είναι στρωμένο το χαλί για το νέο ψηφιακό χάλι στο οποίο ετοιμάζονται να βρεθούν οι πολίτες εκείνοι που θα δελεασθούν από την σαγήνη της διευκολυντικής (αλλά καθόλου ασφαλούς) τεχνολογίας και θα σπεύσουν να προσκυνήσουν τον πολυδιαφημισμένο προσωπικό αριθμό, ο οποίος θα λειτουργήσει σαν ηλεκτρονικό κλειδί ενός εφιαλτικού λουκέτου του αόρατου πανοπτικού μας, προϊόν και αυτό της έξυπνης (ακριβέστερα: παμπόνηρης και σατανοκίνητης) εξουσίας. Όποιος δεν θα διαθέτει αυτό το κλειδί, θα αντικρίζει την «κόκκινη κάρτα» του καθεστώτος και θα υφίσταται τον οικονομικό και κοινωνικό αποκλεισμό του.
Η υποχρεωτική λήψη του προσωπικού αριθμού αποτελεί το τρίτο (και φαρμακερό) «κύμα» της δαιμονικής «επιχείρησης αριθμοποίησης» του πολίτη, η οποία είχε ξεκινήσει το 1986. Η κωδική ονομασία του «πρώτου κύματος» ήταν ΕΚΑΜ (Ενιαίος Κωδικός Αριθμού Μητρώου). Ο στρατηγός εκείνου του κύματος λεγόταν Αγαμέμνων (Μένιος) Κουτσόγιωργας. Ο στρατηγός του αντίχριστου «τρίτου κύματος» ονομάζεται Δημήτρης Παπαστεργίου, ο κατά Φώτη Κόντογλου «χαμογελαστός εχθρός», εκ της γνωστής οικογενείας των Τρικάλων, που μοιάζει να έχει αναγάγει την δημαρχία αυτής της «έξυπνης» πόλης σε εργολαβία.
Για να συνειδητοποιήσουμε την ακραία επικινδυνότητα του υποχρεωτικού προσωπικού αριθμού, που σφραγίζει την εποχή της ψηφιακής δικτατορίας (ή μήπως ορθότερα: που θα μας σφραγίσει κατά τις εντολές του Αντιχρίστου;), είναι απαραίτητη μια ανασκόπηση στις ηχηρές αντιστασιακές φωνές που υψώθηκαν από πολιτικούς και διανοουμένους (μεταξύ αυτών και δεκάδες Νεοδημοκράτες), όταν εκδηλώθηκε το «πρώτο κύμα» της δαιμονικής «επιχείρησης αριθμοποίησης» του πολίτη. Η ανασκόπηση αυτή θα γίνει σε επόμενα άρθρα.
*Πρ. Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.