Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Νέο τεστ αίματος ανιχνεύει θανατηφόρους καρκίνους σε μόλις μία ώρα

Επιστήμονες βρήκαν έναν νέο τρόπο ανίχνευσης του καρκίνου του εγκεφάλου, όπως το γλοιοβλάστωμα, χωρίς καν την ανάγκη επεμβατικής βιοψίας. Μάλιστα, τα αποτελέσματα βγαίνουν τρομερά γρήγορα, κάτι που θα κάνει την εξέταση ταχύτερη και δεν θα ταλαιπωρηθεί ο ασθενής.

Συγκεκριμένα, χρειάζονται  100 μικρολίτρα αίματος για την εξέταση της νέας “υγρής βιοψίας” και μέσα σε μια ώρα, η μέθοδος μπορεί να ανιχνεύσει βιοδείκτες που σχετίζονται με το γλοιοβλάστωμα, τον πιο θανατηφόρο και πιο κοινό τύπο όγκου εγκεφάλου.

Η μέθοδος ξεπερνά σε ακρίβεια όλες τις υπάρχουσες εξετάσεις και δείκτες για γλοιοβλάστωμα. Οι επιστήμονες που ανέπτυξαν τη νέα μέθοδο λένε πως τρομερά απλή λειτουργεία.

Η τρομερή ανακάλυψη επιτεύχθηκε από μια ομάδα με επιστήμονες από ΗΠΑ και Αυστραλία, με επικεφαλής επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Notre Dame στις ΗΠΑ. Η απόδειξη της ιδέας τους δεν είναι ακόμα τέλεια, αλλά είναι ένα τρομερά μεγάλο βήμα μπροστά, για την καλύτερη και χωρίς πόνο διάγνωση.

Το τεστ βασίζεται στην ανίχνευση μεταλλαγμένων βιοδεικτών αίματος, που ονομάζονται υποδοχείς επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFRs ), οι οποίοι υπερεκφράζονται σε ορισμένους καρκίνους, όπως το γλοιοβλάστωμα. Αυτοί οι βιοδείκτες αίματος, είναι καλά κρυμμένοι μέσα σε εξωκυτταρικά κυστίδια, τα οποία είναι σαν μικρές συσκευασίες που περιέχουν πρωτεΐνες, λιπίδια και γενετικό υλικό, από τα αρχικά τους κύτταρα.

«Τα εξωκυτταρικά κυστίδια ή εξωσώματα είναι μοναδικά νανοσωματίδια που εκκρίνονται από κύτταρα», εξηγεί ο βιομοριακός μηχανικός Hsueh-Chia Chang από την Notre Dame.

«Είναι μεγάλα – 10 έως 50 φορές μεγαλύτερα από ένα μόριο – και έχουν ασθενές φορτίο. Η τεχνολογία μας σχεδιάστηκε ειδικά για αυτά τα νανοσωματίδια, χρησιμοποιώντας τα χαρακτηριστικά τους προς όφελός μας.»

Για να ανιχνεύσουν τα μόρια που απελευθερώνονται από τα κύτταρα των καρκινικών όγκων, οι ερευνητές έλουσαν ένα υπερευαίσθητο βιοτσίπ με ένα μη επεξεργασμένο δείγμα πλάσματος αίματος.

Μάλιστα, αυτό το chip κοστίζει λιγότερο από $2 και είναι εξοπλισμένο με έναν μικροσκοπικό αισθητήρα στο μέγεθος της μπίλιας ενός στυλό. Η σημαντική διεπαφή περιέχει αντισώματα που έλκονται από εξωσώματα που φέρουν μεταλλαγμένους EGFR.

γλοιοβλάστωμα
Η συσκευή βιοτσίπ που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση βιοδεικτών για γλοιοβλάστωμα. ( Matt Cashore/Πανεπιστήμιο της Notre Dame )

Όταν αυτοί οι EGFR προσκολληθούν στο βιοτσίπ, παρατηρείται αλλαγή τάσης στο διάλυμα πλάσματος, προκαλώντας υψηλό αρνητικό φορτίο. Αυτό είναι μια ισχυρή ένδειξη καρκίνου.

Κατά την πειραματική διαδικασία, το βιοτσίπ δοκιμάστηκε σε κλινικά δείγματα αίματος από 20 ασθενείς με γλοιοβάστωμα και 10 υγιή άτομα. Κάθε δοκιμή χρειάστηκε ένα ξεχωριστό chip.

Τελικά, η υγρή βιοψία ανίχνευσε την παρουσία καρκινικών βιοδεικτών με εξαιρετική ακρίβεια και πολύ χαμηλή τιμή p, υποδεικνύοντας ότι το τεστ είναι εξαιρετικά αναπαραγόμενο.

«Ο ηλεκτροκινητικός αισθητήρας μας επιτρέπει να κάνουμε πράγματα που άλλα διαγνωστικά δεν μπορούν», εξηγεί ο βιομοριακός μηχανικός Satyajyoti Senapati από την Notre Dame.

«Μπορούμε να φορτώσουμε απευθείας αίμα χωρίς καμία προεργασία για να απομονώσουμε τα εξωκυτταρικά κυστίδια επειδή ο αισθητήρας μας δεν επηρεάζεται από άλλα σωματίδια ή μόρια. Δείχνει χαμηλό θόρυβο και κάνει τον δικό μας πιο ευαίσθητο στην ανίχνευση ασθενειών από άλλες τεχνολογίες.»

Το εντυπωσιακό είναι πως το βιοτσίπ μπορεί να ανιχνεύσει και να ποσοτικοποιήσει με ακρίβεια τις συγκεντρώσεις των εξωσωμάτων, ακόμα και σε τόσο χαμηλές συγκεντρώσεις, όσο 0.01%.

Αυτό θα μπορούσε να έχει «μεγάλες επιπτώσεις» στην έρευνα για τον καρκίνο, την ανακάλυψη βιοδεικτών και την παρακολούθηση ασθενειών, υποστηρίζει η ομάδα, όχι μόνο για τον καρκίνο του εγκεφάλου.

Πρώτα όμως πρέπει να ξεπεραστούν ορισμένα εμπόδια. Οι μεταλλαγμένοι EGFR δε συνδέονται μόνο με γλοιοβλαστώματα, αλλά και με άλλες ασθένειες, όπως ο καρκίνος του παχέος εντέρου.

«Ως εκ τούτου, μια τέτοια ενεργή και ολική υπογραφή EGFR μπορεί να μην υποδηλώνει απαραίτητα την παρουσία γλοιοβλαστώματος ειδικά», γράφουν οι συγγραφείς .

«Ομοίως, οι ασθενείς με γλοιοβλάστωμα μπορεί να έχουν ενισχυμένο ή μεταλλαγμένο EGFR, αλλά μπορεί επίσης να έχουν μορφές της νόσου που δεν οδηγούνται από EGFR».

Αυτό δείχνει πως η εξέταση, στην παρούσα φάση, δεν είναι ικανή να διαγνώσει όλες τις περιπτώσεις πιθανού γλοιοβλαστώματος. Επίσης, δε μπορεί να μας πει με βεβαιότητα τι είδους καρκίνο έχει κάποιος, ούτε σε ποιο στάδιο βρίσκεται η ασθένεια.

Η ομάδα αναφέρει πως πρέπει να γίνουν δοκιμές σε μεγαλύτερο αριθμό ασθενών με γλοιοβλάστωμα, ώστε να καταλάβουν ποιοι βιοδείκτες στο αίμα τους ξεχωρίζουν.

«Η τρέχουσα διαγνωστική πλατφόρμα μπορεί να κλιμακωθεί για τόσο μεγάλη βιβλιοθήκη δοκιμών πλάσματος χωρίς θεραπεία από ένα μεγάλο “σώμα” καρκινοπαθών για να δημιουργήσει συγκεκριμένα προφίλ για διαφορετικούς καρκίνους σε διαφορετικά στάδια», καταλήγουν οι ερευνητές .

Πηγή: Techmaniacs

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Δυστυχώς, η φόρμα σχολίων είναι ανενεργή αυτή τη στιγμή.