Του Γιώργου Κ. Στράτου
Σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, οι περισσότερες οδοί των Αθηνών -ούτε λόγος για τις άλλες πόλεις- ήταν χωματόδρομοι. Καταβρέχονταν από τις υδροφόρες του δήμου, μπας και γλιτώσουν οι περίοικοι από τα σύννεφα της σκόνης, ασυγκρίτως πιο υγιεινής από αυτήν που μας πνίγει σήμερα. Μέσα στον κουρνιαχτό τρεχοβόλαγαν ευτυχισμένα «σμήνη» αμέτρητων παιδιών που έπαιζαν ό,τι παιχνίδι γεννούσε η φαντασία τους, αμέριμνα και ασφαλή.
Στα ίδια χρόνια, τα δερμάτινα παπούτσια ήταν είδος πολυτελείας. Αγοράζονταν με δυσκολία, αναλογούσαν συγκεκριμένα ζευγάρια σε κάθε μέλος της οικογένειας και φοριούνταν σε αυστηρά καθορισμένες περιστάσεις. Έπρεπε να κρατήσουν χρόνια, έδειχναν στάτους, γι’ αυτό και τύγχαναν προστασίας και περιποίησης. Υπήρχε καιρός που ο κόσμος ήξερε και πού πατούσε και πού πήγαινε…
Λέρωναν πολύ εύκολα τα παπούτσια στους λασπωμένους και σκονισμένους χωματόδρομους της εποχής. Η ανάγκη να είναι καθαρά και γυαλισμένα για να προστατεύεται το δέρμα τους γέννησε μια ολόκληρη επαγγελματική κατηγορία! Οι λούστροι ήταν οι πλανόδιοι επαγγελματίες που αναλάμβαναν το βάψιμο και το γυάλισμα των παπουτσιών των περαστικών. «Κατάστημά» τους ήταν το κασελάκι τους! Μέσα σ’ αυτή την περίτεχνη κατασκευή που κουβαλούσαν στην πλάτη τους είχαν τα βερνίκια, τα λιπαντικά και τις βούρτσες. Πάνω σ’ αυτό άπλωνε το πόδι του ο πελάτης για να ξεκινήσει η διαδικασία, ρυθμική και με συγκεκριμένες κινήσεις, που κατηύθυνε με μαεστρία ο λούστρος, δίνοντας τα παραγγέλματα στον πελάτη μ’ ένα ελαφρύ χτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι του. Το «πρόγραμμα» περιελάμβανε και επίδειξη δεξιοτεχνίας, προσφέροντας δωρεάν θέαμα στο κοινό, όταν οι πιο κεφάτοι νεαροί λούστροι πετούσαν τις βούρτσες στριφογυριστά στο αέρα, σαν ζογκλέρ, ή χτυπούσαν ρυθμικά μ’ αυτές το κασελάκι, σαν κλακέτες!
Οι στιγμές αυτές καθημερινής πολυτέλειας έδιναν και στον κάθε μεροκαματιάρη τη δυνατότητα να νιώσει λίγο περιποιημένος, αφού κόστιζαν λίγες δεκάρες. Κόστιζαν πολύ ακριβότερα στα παιδιά που βιοπορίζονταν προσφέροντάς τες, καθώς ούτε η σκληρή και καλλιτεχνική εργασία τους ούτε οι ίδιοι απολάμβαναν την εκτίμηση – το αντίθετο! Το «λούστρος ήταν βρισιά…
Ευτυχώς για τη ζωή, υπάρχει η τέχνη. Η αείμνηστη Μαρία Πλυτά, η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης στην Ελλάδα και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του μεταπολεμικού μας κινηματογράφου, αποφασίζει το 1962 να γυρίσει τον «Λουστράκο» με δικό της και το σενάριο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει Έλληνας που δεν έχει κλάψει με τον «μικρό Βασιλάκη» του Βασίλη Καΐλα στον ρόλο του λουστράκου «Βασίλη Μαρά»! Και δεν νομίζω ότι υπάρχει Έλληνας που δεν ένιωσε ανακουφισμένος με το αίσιο τέλος του έρωτα του -ενήλικου πλέον- γιατρού «Βασιλάκη», Δημήτρη Παπαμιχαήλ, για τη «Μαρία» Μιράντα Κουνελάκη.
Πώς και τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά; Σαν μια ένεση αισιοδοξίας. Από τότε που η σκόνη ξεπλενόταν με νερό, οι λούστροι μπορούσαν να ελπίζουν για μια καλύτερη ζωή, τα κασελάκια ήταν γεμάτα υλικά αξίας και ακόμη και ο θόρυβος που έκαναν ήταν παραγωγικός, οι βούρτσες δεν μπλέκονταν με τις… π….ες, οι πελάτες ήξεραν να ακούν τον εργαζόμενο, οι έρωτες μπορούσαν να επιμένουν… Α, και τα παπούτσια μας ήταν δερμάτινα και διαφορετικά για κάθε ώρα και τόπο, καλοφτιαγμένα και γυαλισμένα, όπως θα ‘πρεπε να είναι και η περπατησιά μας!