Στα παγωμένα νερά εντοπίστηκαν μικρόβια που παράγουν ουσίες με ισχυρές αντιβακτηριακές ικανότητες
Με δημοσίευση της στην επιθεώρηση «Frontiers in Microbiology» ερευνητική ομάδα αναφέρει ότι ανακάλυψε κάποιες ουσίες που παράγονται από μικρόβια του Αρκτικού Ωκεανού που ονομάζονται ακτινοβακτήρια και οι ουσίες αυτές μπορούν να σταματήσουν την ανάπτυξη επιβλαβών βακτηρίων και να τα εμποδίσουν να προκαλέσουν ασθένειες. Η ανακάλυψη αυτή προσφέρει ελπίδες για την ανάπτυξη μιας νέας γενιάς αντιβιοτικών.
Περίπου το 70% των υπαρχόντων αντιβιοτικών διαθέτουν ουσίες που υπάρχουν σε ακτινοβακτήρια στο που ζουν στο έδαφος στη ξηρά. Ωστόσο, τα βακτήρια γίνονται όλο και πιο ανθεκτικά στα υπάρχοντα αντιβιοτικά, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζονται επειγόντως νέα φάρμακα.
Έτσι οι ερευνητές με επικεφαλής επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι αποφάσισαν να αναζητήσουν και να μελετήσουν ακτινοβακτήρια που κατοικούν στη θάλασσα σε μια προσπάθεια να εντοπίσουν ουσίες που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών. Τα μικρόβια που κατοικούν στη θάλασσα θεωρείται ότι παράγουν μια πιο χημικά ποικιλόμορφη σειρά ενώσεων από ό,τι τα αντίστοιχά τους που κατοικούν στην ξηρά. Αυτό οφείλεται στις διαφορετικές και πολύ πιο ακραίες συνθήκες πίεσης, θερμοκρασίας, των συγκεντρώσεων αλάτων και των επιπέδων φωτός που συμβαίνουν σε θαλάσσια περιβάλλοντα.
Η ανακάλυψη
Στη νέα μελέτη, οι επιστήμονες ανέλυσαν εκατοντάδες άγνωστες ενώσεις που είχαν εξαχθεί από ακτινοβακτήρια που ζουν μέσα σε ασπόνδυλα. Τα δείγματα συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια μιας αποστολής στον Αρκτικό Ωκεανό το 2020. Συγκεκριμένα οι ερευνητές εξέτασαν πώς οι ενώσεις αυτές επηρέασαν έναν παθογόνο τύπο E. coli που ονομάζεται εντεροπαθογόνο E. coli (EPEC). Αυτά τα βακτήρια μολύνουν τα κύτταρα του εντέρου και προκαλούν συμπτώματα διάρροιας, ιδιαίτερα στα παιδιά.
Στη συνέχεια, οι επιστήμονες εξέτασαν εάν οι ενώσεις που παράγονται από τέσσερα είδη ακτινοβακτηρίων θα μπορούσαν να εμποδίσουν τα βακτήρια EPEC να μολύνουν κύτταρα που έχουν αναπτυχθεί στο εργαστήριο. Διαπίστωσαν ότι δύο ενώσεις είχαν ιδιαίτερα ισχυρές αντιβακτηριακές ιδιότητες: μία από ένα στέλεχος ακτινοβακτηρίων από το γένος Rhodococcus και μία άλλη από ένα στέλεχος που ανήκει στο γένος Kocuria.
Οι ενώσεις αυτές εμπόδισαν τα βακτήρια EPEC να προσκολληθούν στην επιφάνεια του κυττάρου και να εγχύσουν ουσίες που επιτρέπουν στα μικρόβια να κλέβουν τον μοριακό τους μηχανισμό και να προκαλέσουν ασθένειες, διαπίστωσε η ομάδα.
Ωστόσο, ενώ τα βακτήρια Kocuria παρήγαγαν ενώσεις που επιβράδυναν την ανάπτυξη των βακτηρίων EPEC, η ένωση από τα βακτήρια Rhodococcus δεν το έκανε. Εάν τα βακτήρια είναι ζωντανά, αλλά αβλαβή για έναν ξενιστή, υπάρχει μικρότερη πίεση επιλογής για να αναπτύξουν αντίσταση στην ένωση. Ως εκ τούτου, η ένωση Rhodococcus θα μπορούσε να είναι ένας πιο πολλά υποσχόμενος υποψήφιος για ένα νέο αντιβιοτικό, ανέφερε η ομάδα σε μια δήλωση.
Οι ερευνητές τονίζουν πάντως ότι θα απαιτηθεί πολύ δουλειά ακόμη για να μπορέσει να διατεθεί στην αγορά κάποια από αυτές τις ενώσεις.
Πηγή: Naftemporiki.gr