Του Μανώλη Κοττάκη
Οι υποκλοπές εκρίθησαν με βούλευμα ανώτατου δικαστικού λειτουργού «νόμιμες». Οι ανακριβείς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης δημοσίων λειτουργών θα κρίνονται εφεξής με νόμο του Κοινοβουλίου που εξουδετερώνει την Αρχή Ξεπλύματος Βρόμικου Χρήματος «νόμιμες». Το δυστύχημα των Τεμπών μετά τις τελευταίες διώξεις που περιορίζουν τις ευθύνες σε διοικητικό επίπεδο κρίνεται κι αυτό από τη Δικαιοσύνη «νόμιμο». Τώρα και οι φωτογραφικές απευθείας αναθέσεις δισεκατομμυρίων που θα κάνουν στο μέλλον.
Οκτώ μεγάλες ΔΕΚΟ στα διαπλεκόμενα συμφέροντα θα κρίνονται και αυτές «νόμιμες». Μέσα σε μία εβδομάδα κυβέρνηση, Κοινοβούλιο και Δικαιοσύνη, εναλλάξ, αμνηστεύουν πολιτικά πρόσωπα, εξουδετερώνουν συνταγματικώς ανεξάρτητες Αρχές, και κάνουν τα κόλπα με τις μπίζνες του μέλλοντος… νόμο της εθνικής αντιπροσωπίας. Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία διαπρέπει! Εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία δίνουν την εντύπωση ότι έχουν συγχωνευθεί σε μία. Καημένε, Μοντεσκιέ!
Το νέο κρούσμα που αποκαλύπτεται κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου για τη μεταβίβαση των ΔΕΚΟ στο Υπερταμείο αφορά το Συμβούλιο Επικρατείας και την Αρχή Προστασίας Δημοσίων Συμβάσεων. Θεσμοί οι οποίοι περιθωριοποιούνται στην άσκηση του συνταγματικού τους ρόλου, καθώς με τη ρύθμιση που εισάγει στο Κοινοβούλιο με τη δικαιολογία των καθυστερήσεων ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, με τη συνηγορία του προέδρου του του ΤΑΙΠΕΔ, νομοθετούνται η αφαίρεση της αρμοδιότητας προδικαστικού ελέγχου συμβάσεων από την ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, αλλά και η αφαίρεση της αρμοδιότητας προσφυγής αναστολής εκτέλεσης σύμβασης (αίτηση ακυρώσεως) στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας, το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Πρόκειται περί συνταγματικού πραξικοπήματος. Και κατά του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, αλλά και κατά της ανεξάρτητης Αρχής, το οποίο μάλιστα γίνεται στο φως της μέρας. Όπως το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το νομοσχέδιο για τις δηλώσεις για το «πόθεν έσχες» που προβλέπει την καταστροφή των αρχείων των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης δημόσιων λειτουργών (βουλευτών, δικαστών, αστυνομικών, μιντιαρχών κ.λπ.) της τελευταίας πενταετίας από την υποβολή της τελευταίας δήλωσης, προκειμένου να παρεμποδιστεί ο έλεγχος σε βάθος από τις ανεξάρτητες Αρχές για κακουργηματικές πράξεις.
Ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι, αν και οι ηγεσίες των ανεξάρτητων Αρχών διαμαρτύρονται στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές μέσω εκπροσώπων τους, δεν ιδρώνει το αυτί κανενός. Η τελευταία μεθόδευση κατά του Συμβουλίου Επικρατείας και της Αρχής Συμβάσεων άρχισε σε σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη με τη συμμετοχή του προέδρου του ΤΑΙΠΕΔ και του υπουργού Οικονομικών, οι οποίοι επετέθησαν κατά της Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων ότι καθυστερεί τις αναθέσεις με τον προδικαστικό έλεγχο που ασκεί στο πλαίσιο της έννομης προστασίας προκειμένου να διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Για να τηρηθούν μάλιστα τα νομικά προσχήματα, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι η Αρχή έχει προθεσμία 60 ημερών για να γνωμοδοτεί επί σχεδίου δημόσιων συμβάσεων, άλλως με την παρέλευση αυτής θα τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της! Περιττό να επισημάνει κανείς, βεβαίως, ότι η Αρχή αυτή, παρά τις διαρκείς εκκλήσεις της ηγεσίας της, δεν έχει το απαιτούμενο προσωπικό για να φέρει εις πέρας ένα τόσο απαιτητικό από νομικής απόψεως έλεγχο σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Και παρά ταύτα επιτελεί μέχρι σήμερα σπουδαίο έργο.
Μετά τον πρόεδρο της ανεξάρτητης Αρχής Ξεπλύματος Χρήματος εισαγγελέα Χαράλαμπο Βουρλιώτη, ο οποίος έχει διαμαρτυρηθεί μέσω εκπροσώπων του στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές, σειρά έλαβε η πρώην πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και νυν πρόεδρος (θέση στην οποία τοποθετήθηκε έπειτα από υπόδειξη του πολύπειρου πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΣΤΕ Παναγιώτη Πικραμμένου) της ΕΑΔΗΣΥ (Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων) Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, η οποία, σε δημόσια παρέμβασή της, κατήγγειλε τις εξαιρέσεις του νομοσχεδίου όσον αφορά τον έλεγχο νομιμότητας συμβάσεων και αποκάλυψε τις προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το πόσο προβληματική θα αποδειχθεί δικονομικά στο μέλλον η υπαγωγή της αρμοδιότητας αυτής στα πολιτικά δικαστήρια στα οποία επιλύονται συνήθως διαφορές μεταξύ ιδιωτών και όχι διαφορές μεταξύ δημόσιου – ευρύτερου δημόσιου τομέα και ιδιωτών επιχειρηματιών.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ:
Εξαίρεση και από τη διαδικασία προδικαστικής προσφυγής ενώπιον της Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων και στη συνέχεια από το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης και αναστολής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή και των διοικητικών Εφετείων προβλέπει για όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις το νομοσχέδιο, όπως επεσήμανε η Ανδρονίκη Θεοτοκάτου.
Παράλληλα, επεσήμανε ότι παραλείπεται η αναφορά στην οικονομική Οδηγία για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, δεδομένου ότι αυτή αφορά αρκετές από τις θυγατρικές της ΕΕΣΥΠ.
Οι διαφορές από την εφαρμογή των Κανονισμών Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Η συγκεκριμένη ρύθμιση, καθ’ ημάς, κρύβει σοβαρούς κινδύνους δικονομικών εμπλοκών και, φυσικά, διεμβολίζει το μπλοκ των δικαιοδοσιών, ανέφερε.
Προσέθεσε πως το Γενικό Πλαίσιο Κανονισμού Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών της ΕΕΣΥΠ και οι αντίστοιχοι κανονισμοί των θυγατρικών δεν μπορούν να περιέχουν δικονομικές ρυθμίσεις, διότι αποτελούν αποφάσεις οργάνων ανώνυμων εταιριών, δηλαδή ιδιωτών.
Υπενθύμισε επίσης ότι στο παρελθόν είχε κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι δικονομικές διατάξεις δεν επιτρέπεται να τίθενται σκόρπιες σε άσχετα σχέδια νόμου.
Όσο για το γεγονός ότι το εν λόγω σχέδιο νόμου παραπέμπει τις διαφορές δημοσίων συμβάσεων στα πολιτικά δικαστήρια, η κυρία Θεοτοκάτου τόνισε ότι «υπήρξε έντονη αμφισβήτηση και εκφράστηκε κατ’ επανάληψη από παράγοντες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επάρκεια και την ποιότητα της δικαστικής προστασίας που παρέχεται από τα μονομελή Πρωτοδικεία στις περιπτώσεις ανάθεσης συμβάσεων από φορείς με μορφή Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου. Θεωρώ ότι είναι πολύ μεγάλο λάθος να πηγαίνουμε σε ένα προγενέστερο καθεστώς για την εξέταση των προσφυγών από τα πολιτικά δικαστήρια, το οποίο είχε θιγεί με αρνητικό πρόσημο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή», προειδοποιώντας για το ενδεχόμενο κατάθεσης προσφυγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που τελικά θα επιφέρουν καθυστέρηση στις διαδικασίες αναθέσεων.