Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη*
Ζούμε εδώ και καιρό σε μια υποχόνδρια, αρρωστοφοβική, υστερική, θηλυκοποιημένη και εν τέλει ανδροφοβική κοινωνία, η οποία δεν αντέχει την παραμικρή προσβολή, το παραμικρό πείραγμα, τον παραμικρό κίνδυνο μολύνσεως, κοντολογίς την παραμικρή εκτροπή από δεοντολογίες και κανόνες που υποτίθεται ότι εγγυώνται την ασφάλεια των πολιτών σε σχέση είτε με την σωματική ή την ψυχική τους υγεία είτε με την ζωή τους.
Με άλλα λόγια, η κοινωνία μας δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της, καθώς ενστερνίζεται απόλυτα το περίφημο αυταρχικό και αφόρητα καταπιεστικό δόγμα της μηδενικής ανοχής.
ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΠΑΡΤΕΝΕΡ
Υπό την επίδραση αυτού του δόγματος, δημιουργήθηκε το σύνθημα «χέρι που απλώνεται θα κόβεται», και συζητήθηκε ευρέως η δυνατότητα τιμώρησης του «βιασμού» με χρήση απατηλών μέσων, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η γυναίκα ομολογεί ότι απήλαυσε την ερωτική πράξη με τον παρτενέρ της, με τον οποίο, όμως, διαρρηγνύει τα ιμάτιά της -κατόπιν (σεξουαλικής) εορτής- ότι δεν θα δεχόταν να έρθει σε σαρκική επαφή μαζί του αν ήξερε ότι φορά περουκίνι!
ΔΙΠΛΗ ΜΑΣΚΑ
Επίσης, στην αρρωστοφοβική κοινωνία μας, μόλις ένα τηλεδιασωληνωμένο αρσενικό ή θηλυκό, που τρέμει τον ίσκιο του, ακούσει από τα προπαγανδιστικά ΜΜΕ ότι αυξήθηκαν τα κρούσματα του κορωνοϊού βγάζει από το συρτάρι του και πάλι τον πάκο με τις «θαυματουργές» μάσκες. Προκειμένου, μάλιστα, να αμυνθεί αποτελεσματικότερα έναντι του «φονικού αόρατου εχθρού», φορά και δεύτερη μάσκα, δεχόμενο να εισπνεύσει με μεγαλύτερη σιγουριά το εκπνεόμενο διοξείδιο του άνθρακα.
ΘΗΛΥΚΟΠΟΙΗΣΗ
Ο κατάλογος των κρουσμάτων της θηλυκοποιημένης και ανδροφοβικής ελληνικής κοινωνίας εμπλουτίσθηκε προσφάτως από την περίπτωση εκείνη όπου ένα διάσημο αρσενικό τόλμησε να σχολιάσει αρνητικά κατά την διάρκεια συνεδριάσεως εντός της Βουλής το απαξιωτικό ύφος που αποτυπώθηκε στο πρόσωπο μιας συνεργάτιδος του υπουργού Υγείας. Στο πλευρό της τελευταίας τάχθηκε ένα διάσημο θηλυκό, το οποίο, κυριαρχούμενο από συγκινησιακή φόρτιση, ξέσπασε αυθορμήτως (;) σε κλάματα αλληλεγγύης προς το «στοχοποιημένο θύμα».
Ωστόσο, το συμπάσχον αυτό διάσημο θηλυκό, το οποίο φέρει την ιδιότητα της καθηγήτριας Επιδημιολογίας, έδειξε επιλεκτική ευαισθησία, αφού σε άλλες, πραγματικά σοβαρές, περιπτώσεις είχε τηρήσει εντελώς διαφορετική στάση. Ειδικότερα, τα δάκρυά της όχι μόνο είχαν στερέψει, αλλά είχαν αντικατασταθεί από ένα σαρδόνιο χαμόγελο, όταν η ανάλγητη κυβέρνηση Μητστοτάκη, με πρόσχημα την καταπολέμηση της υγειονομικής κρίσης, ποδοπατούσε τα θεμελιώδη δικαιώματα συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού (υγειονομικών και πολιτών ηλικίας άνω των 60 ετών), ασκώντας τους μείζονα ψυχική πίεση μέσω της θεσμοθέτησης του υποχρεωτικού εμβολιασμού.
Η ίδια γυναίκα, μάλιστα, δεν είχε κανέναν ανασχετικό φραγμό να παραδεχθεί σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή ότι «δεν λέμε ποτέ την πλήρη αλήθεια στους ανθρώπους» (19.1.2023). Ο λόγος, βεβαίως, για την κυρία Αθηνά Λινού, η οποία εξαργύρωσε την προπαγανδιστική στάση της υπέρ του πειραματικού εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού και την άφθονη δημοσιότητα που της προσέφεραν τα συστημικά ΜΜΕ με μια θέση στο ελληνικό κοινοβούλιο.
ΑΡΡΕΝΩΠΟΤΗΤΑ
Αν, μάλιστα, στο προαναφερθέν παράδειγμα θηλυκοποίησης, ο άντρας που επετίμησε την γυναίκα εκείνη η οποία, καθώς εκείνος μιλούσε, «έστριψε την μούρη της» ή «το στόμα της εν είδει απαξίας» τυχαίνει να είναι ο βουλευτής Παύλος Πολάκης, ήταν αναμενόμενο ότι ο Πρόεδρος της Βουλής θα έσπευδε να αντιδράσει ως προστάτης του «ευάλωτου θηλυκού» και τιμωρός καβαλάρης του «προσβλητικού αρσενικού», αποφασίζοντας την μισθολογική περικοπή του δεύτερου. Το μέτρο αυτό είναι προφανές ότι λειτουργεί σαν τιμωρία επιβαλλόμενη σε ένα «ατίθασο παιδί» που τόλμησε να υπερβεί τα επιτρεπόμενα όρια της εν μέρει φεμινιστικά καθορισμένης «πολιτικής ορθότητας». Τελικώς, βρεφοποιήθηκε μέχρι και η μικροκοινωνία του κοινοβουλίου!
Δεν θα ήταν άστοχη υπερβολή να υποστηριχθεί ότι, εν έτει 2024, ο «άντρας ο πολλά βαρύς», ο οποίος, όμως, είναι μάλλον αυθεντικός και λέει τα πράγματα «χύμα και τσουβαλάτα», ενοχλώντας τις θηλυκές και αρσενικές «αρσακειάδες», επιχειρείται να εγγραφεί στην συνείδηση των πολιτών ως ένα παρωχημένο πρότυπο που ενοχλεί σφόδρα την προπαγανδιζόμενη κυρίαρχη ιδεολογία της θηλυκοποιημένης κοινωνίας, η οποία απεχθάνεται την αρρενωπότητα.
Εν τέλει, η αρρενωπότητα ενοχοποιείται συλλήβδην για την οχληρή ή και βλαπτική συμπεριφορά του αρσενικού έναντι του θηλυκού, που δεν αποκλείεται να φθάσει μέχρι και στην κακοποίηση της γυναίκας ή, ακόμη χειρότερα, στην διάπραξη του σοβαρότερου εγκλήματος κατά της ανθρώπινης ζωής, δηλ. της ανθρωποκτονίας, που, όμως, στην γλώσσα της φεμινιστικής προπαγάνδας, αποκαλείται «γυναικοκτονία», με την προβληματική (λόγω της αφοριστικής γενίκευσής της) εξήγηση ότι ο αρσενικός δράστης σκοτώνει το θηλυκό θύμα ακριβώς επειδή είναι γυναίκα. Γι’ αυτό, άλλωστε, κάποιοι ριζοσπαστικοί φεμινιστικοί κύκλοι ισχυρίζονται ότι η «γυναικοκτονία» είναι μια μορφή «γενοκτονίας»!
ΠΟΙΟΣ ΩΦΕΛΕΙΤΑΙ;
Ποιος ωφελείται, όμως, από μια «μη-μου-άπτου κοινωνία», η οποία πάσχει από δυσανεξία στην παραβατική ή/και απρεπή συμπεριφορά των μελών της;
Μήπως ωφελούμενος δεν είναι άλλος από έναν δεσποτικό κυβερνήτη που θεσπίζει δρακόντειους κανόνες και ζητά παραδειγματικές τιμωρίες, αντιγράφοντας το σενάριο της ταινίας του 1993 «Demolition Man», σύμφωνα με το οποίο ο δικτάτορας κυβερνήτης τριών συγχωνευμένων αμερικανικών πόλεων Δρ Ρέιμοντ Κοκτώ έχει υλοποιήσει το όραμα μιας «τέλειας κοινωνίας» με μηδενική βία, απόλυτη ασφάλεια αλλά και πολίτες λαπάδες;
Άραγε, όταν η «συμπαγής πλειοψηφία» των πολιτών μετατρέπεται σε φοβικά νήπια που αδυνατούν να αυτοπροστατευθούν, αποζητώντας για «ψύλλου πήδημα» την ασφάλεια των γονέων τους, κάτω από τις «προστατευτικές φτερούγες» των οποίων επιθυμούν διακαώς να βρουν καταφύγιο, δεν σημαίνει αυτό ότι την εξουσία επί του σώματος και της ζωής των νηπίων κατέχουν οι πανίσχυροι κηδεμόνες τους;
Κατ’ επέκτασιν, ερωτάται: η προπαγάνδα της ανδροφοβικής και μυγιάγγιχτης κοινωνίας δεν διαμορφώνει άβουλα όντα χωρίς κριτική σκέψη, παράλυτα από το υπερτροφικά ανεπτυγμένο συναισθηματικό κομμάτι τους; Και, επομένως, τέτοιοι διανοητικά ευνουχισμένοι πολίτες δεν είναι έρμαια του κάθε τυράννου και της αυλής του, που μπορούν να τα χειρίζονται κατά το δοκούν, ανταλλάσσοντας την απατηλή υπόσχεσή τους για ασφαλή καθημερινότητα με την εδραίωσή τους στην κυβερνητική καρέκλα;
Σε ό,τι αφορά, πάντως, τον ρόλο που επιτελούν τα δάκρυα ή, ορθότερα, τα κλαψουρίσματα των πολιτικών, ο κόσμος θα πρέπει να γνωρίζει ότι είναι κι αυτό κομμάτι του επικίνδυνου λαϊκισμού, που με την σειρά του είναι κι αυτός έκφανση της φρικτής προπαγάνδας, στόχος της οποίας είναι η χειραγώγηση του αθώου μυαλού των πολιτών:
Ο πολιτικός που δακρύζει-κλαψουρίζει αγγίζει πανεύκολα τις συναισθηματικές χορδές του λαού, καταφέρνοντας έτσι να αποκτήσει αυτομάτως την συμπάθειά του και να θαμπώσει το πεδίο του ορθού λόγου και της κοινής λογικής. Άλλωστε, τα κλαψουρίσματα είναι σε όλους μας γνωστά σαν ένα αποτελεσματικό κόλπο το οποίο εφαρμόζουν τα μικρά παιδιά, για να προκαλέσουν τύψεις στους γονείς τους που τόλμησαν να τα μαλώσουν ή να τα δείρουν.
ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ
Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθεί ότι, όπως επισημαίνεται σε μια σχετική μελέτη που γράφτηκε με αφορμή το κλάμα του Ερντογάν στην τουρκική τηλεόραση τον Αύγουστο του 2013 (Senem Aslan, Public Tears: Populism and the Politics of Emotion in AKP’s Turkey, International Journal of Middle East Studies 2021, 53, σελ. 1-17), τα δημόσια δάκρυα αποτελούν μια μορφή δραματοποίησης που αποκαθιστά το χάσμα ανάμεσα στην ελιτίστικη ταυτότητα του πολιτικού που, ταυτοχρόνως, συμπεριφέρεται λαϊκιστικά, και στην μειονεκτική θέση του λαού.
Στέλνοντας στον απλό πολίτη ένα μήνυμα συναισθηματικής αυθεντικότητας, η δακρύβρεχτη συμπεριφορά ενός πολιτικού είναι ερμηνεύσιμη ως μια προσπάθεια ενίσχυσης της ικανότητας πειθούς του σε μια εποχή όπου ο αυξανόμενος πλούτος και η πολιτική του δύναμη έρχονται σε ολοένα και μεγαλύτερη αντίθεση με την λαϊκιστική ρητορική του.
Επίσης, ο πολιτικός που κλαψουρίζει μπροστά στην κάμερα επιδιώκει να δημιουργήσει μια «συναισθηματική κοινότητα» (emotional community) με τους ψηφοφόρους του, ώστε να εδραιώσει την αλληλεγγύη και να τους συσπειρώσει εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του (βλ. π.χ. Wahl-Jorgensen, Creating an emotional community: The negotiation of anger and resistance to Donald Trump, εις: Anne Graefer [επιμ. έκδ.], Media and the Politics of Offence, 2019, σελ. 47-63).
Εν κατακλείδι, όταν οι πολιτικοί κλαψουρίζουν, πρέπει να υποψιαζόμαστε ότι παίζουν μία ακόμη θεατρική παράσταση για ψηφοθηρικούς ή/και για αποπροσανατολιστικούς λόγους. Στην εποχή του 21ου (απατ)αιώνα, ακόμη και το κλάμα είναι προπαγάνδα και το κλαψούρισμα «νανούρισμα»!
*Πρ. Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.