Του Απόστολου Αποστόλου*
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το σύστημα παίζει με τις αλλαγές των πρόσημων. Έτσι, λοιπόν, με αριστερή κυβέρνηση πας δεξιά. Με επαναστατικές συμπεριφορές γίνεσαι οπαδός της ορθοταξίας και εντάσσεσαι σε μια «διογκωμένη εκδοχή του αστικού ατομικισμού», καθώς έγραφε ο αναρχικός Φίλιππο Τουράτι. Υπάρχει μια ειρωνική γοητεία του επαναστατικού συμβόλου, που λειτουργεί παραπλανητικά. Γι’ αυτήν την ειρωνική γοητεία του επαναστατικού συμβόλου μίλησε πρώτος ο Αμαντέο Μπορντίγκα, από τους ιδρυτές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, λέγοντας ότι «ο αντιφασισμός είναι το χειρότερο προϊόν του φασισμού» («L’antifascismo è il peggior prodotto del fascismo»). Επίσης, σε αυτήν τη μεταμόρφωση των συμβόλων της πολιτικής αναφέρθηκε και ο συγγραφέας που έγραψε όσο λίγοι κατά του φασισμού, ο Λεονάρντο Σάσια, ο οποίος υποστήριξε: «Πιο όμορφο δείγμα φασισμού που μπορεί κάποιος να συναντήσει είναι εκείνος του σημερινού αποκλειστικού, μαχητικού αντιφασίστα, που χαρακτηρίζει φασίστες αυτούς που δεν ταυτίζονται μαζί του».
Αλλά και ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι σε συνέντευξή του (στις 26 Δεκεμβρίου του 1974) έλεγε: «Αυτό που σήμερα αποκαλούν αντιφασισμό, είτε είναι προϊόν ηλιθιότητας είτε καλύπτεται από περίσσια υποκρισία και επιτήδευση. Γιατί προσποιείται ότι δίνει μάχη με ένα νεκρό και θαμμένο φαινόμενο, ένα αρχαιολογικό γεγονός, που δεν μπορεί να κάνει κανέναν να φοβάται πια». Βαθιά υποψιασμένος ο Π. Π. Παζολίνι για το επερχόμενο μέλλον της παγκοσμιοποίησης και τα αθέατα αφεντικά της, για τα κατασκευασμένα εγκεφαλικά θεωρήματα, τις ρεφορμιστικές ουτοπίες και τις φορμαλιστικές σοφιστείες, ξεγυμνώνει τους «αυτοπροσδιοριζόμενους» αντιφασίστες με τις ληγμένες σκέψεις τους, που τις καταθέτουν στην αγορά της πολιτικής εμπορίας, ως ντίλερ. Τελικά, οι προοδευτικές φλυαρίες αποτελούν ακόμα ένα vibrato διακύμανσης στην πολιτική ηχορρύπανση της αγελαίας συναλλαγής.
Σε επιστολή του, μάλιστα, προς τον Αλμπέρτο Μοράβια το 1973 ο Π. Π. Παζολίνι έγραφε: «Αναρωτιέμαι, αγαπητέ Αλμπέρτο, αν αυτός ο θυμωμένος αντιφασισμός σήμερα, με τελειωμένο τον φασισμό, δεν αποτελεί παρά ένα διέξοδο εκτόνωσης στις πλατείες, που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα όπλο αποπροσανατολισμού που χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη σε βάρος των φοιτητών και των εργαζομένων για να περιορίσει την οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Ωθώντας έτσι τις μάζες να πολεμήσουν έναν ανύπαρκτο εχθρό, ενώ παράλληλα ο σύγχρονος καταναλωτισμός έρπει ύπουλα, διεισδύοντας και διαφθείροντας την ήδη ετοιμοθάνατη κοινωνία μας».
Στο ερώτημα αν η εξέγερση αποτελούσε πάντα έναν βραχίονα της Αριστεράς και ήταν το όπλο της για να ελέγχει τις πολιτικές καταστάσεις, ο Μαρσέλ Γκοσέ (συνεργάτης του Κορνήλιου Καστοριάδη, του Κλοντ Λεφόρ και του Πιερ Κλαστρ) θα μας πει: «Υπήρξε πράγματι και παραμένει για δομικούς λόγους η εξέγερση στοιχείο της Αριστεράς. Ποιοι, όμως, είναι οι αληθινά ανυπότακτοι στην κατεστημένη τάξη του σύγχρονου κόσμου;»
Και συνεχίζοντας θα πει: «Η μεγάλη αβελτηρία των εξεγερμένων, που νομίζουν ότι κατέχουν αυτόν τον τίτλο ως τίτλο τιμής και ευγενείας, είναι ότι δεν παίρνουν υπόψη τους ότι η εξέγερση έχει γίνει ο κανόνας, η απόλυτη νόρμα. Η εξέγερση σήμερα αποτελεί την πεμπτουσία του στιλ. Έχει γίνει το έμβλημα της διαμόρφωσης του σύγχρονου ατόμου. Η ατομικότητα διαμορφώνεται με στοιχεία της ρήξης, έτσι όμως όπως εκείνα παρουσιάζονται από την εξουσία. Αυτό που προκαλεί τρόμο στο σύγχρονο άτομο είναι ο κομφορμισμός. Έτσι τα αφεντικά παριστάνουν τους ανυπότακτους, οι σταρ εμφανίζονται ως περιθωριακοί, οι διανοούμενοι θέλουν να είναι ανατρεπτικοί. Βρισκόμαστε δηλαδή σ’ έναν κόσμο γεμάτο εξεγερμένους. Αλλά όταν όλος ο κόσμος γίνεται αντικομφορμιστικός, τότε ο αντικομφορμισμός αποτελεί τον νέο κομφορμισμό».
Ο Μαρσέλ Γκοσέ μάς καλεί να καταλάβουμε ότι το πιο χαρακτηριστικό ρεύμα της εξέγερσης στον σύγχρονο κόσμο ανάγεται στον 19ο αιώνα. Αυτό όμως που παρακολουθούμε την τελευταία περίοδο είναι κάτι άλλο, βλέπουμε την έκλειψη της ιδέας της επανάστασης. Έτσι μετά την παρακμή της επαναστατικής προοπτικής, βρέθηκαν άλλες μορφές που πήραν τη θέση της. Είδαμε διαδοχικά τον «αμφισβητία», που προέκυψε από τον Μάη του 1968, έπειτα τον «διαφωνούντα», που στρεφόταν κατά του ολοκληρωτισμού και στη συνέχεια τον «αντιστασιακό», που στρεφόταν κατά της παγκοσμιοποίησης. Η εξέγερση αποτελεί μια από τις πιο δυνατές μορφές πάλης, αλλά δεν είναι η μοναδική, θα μας πει ο Μαρσέλ Γκοσέ. Είναι μόνο μία από τις όψεις της δημοκρατίας, αλλά όχι η πιο σημαντική. Είναι αναγκαίο να αφήνουμε να εκφράζονται όλες οι αντιπολιτεύσεις και όλες οι διαμαρτυρίες – αυτός είναι και ο ρόλος της δημοκρατίας. Αλλά το έργο της δημοκρατίας κατά κύριο λόγο είναι, σύμφωνα με την άποψη του Μαρσέλ Γκοσέ, η επινόηση απαντήσεων σ’ αυτές τις διαμαρτυρίες οι οποίες αποτελούν ζωτικό στοιχείο της.
«Ποιος στ’ αλήθεια είναι ο εξεγερμένος;» θα αναρωτηθεί ο Μαρσέλ Γκοσέ. Είναι κάποιος που νομίζει ότι μπορούμε να επιστρέψουμε σε μια κοινωνία συντεχνιακή, οργανική, ιεραρχική, θρησκευτική; Αυτό το είδος της επαναστατικής δράσης είναι πολύ σπάνιο σήμερα. Εξάλλου, εκείνοι που τους χαρακτηρίζουμε σήμερα «αντιδραστικούς» δεν πιστεύουν ότι είναι εφικτή μια επιστροφή στο παρελθόν. Αρκούνται στο να διαμαρτύρονται εναντίον των πιο αχαλίνωτων εκφράσεων της νεωτερικότητας και των τάσεών της προς την υπερβολή.
Σήμερα βιώνουμε μια σύγχυση αναφορικά με την επανάσταση. Και η σύγχυση οφείλεται στο γεγονός ότι η επανάσταση και η αντίδραση, οι δύο πόλοι που διαμόρφωναν τον δημόσιο χώρο εδώ και δύο αιώνες, έχουν χαθεί. Ο «επαναστάτης» έχει εξαφανιστεί από την πολιτική σκηνή και το έργο του έχει γίνει «αδιανόητο». Ο επαναστάτης είναι ο ριζικά αντίπαλος στη νέα πορεία των γεγονότων, βιώνει μια αντίθεση στο επαναστατικό παρελθόν και δεν αξιώνει κανένα μελλοντικό σχέδιο για συλλογικές δράσεις. Αποτελεί ένα «πολιτικό ορφανό», που είναι γενικά ικανοποιημένο να διεκδικεί τη διαφωνία του χωρίς να προτείνει τίποτα. Και συχνά το κάνει γυρνώντας την πλάτη στα λαϊκά στρώματα, τα οποία προφανώς δεν θα είναι ποτέ τόσο επαναστατημένα γι’ αυτόν. Σήμερα βρισκόμαστε σ’ έναν κόσμο στον οποίο ο καθένας μπορεί να οδηγεί στα άκρα τη στενή προσωπική λογική του. Η εξέγερση, ωστόσο, δεν είναι νεκρή. Υπάρχει ακόμη, δεν βρίσκεται όμως στους κλωνοποιημένους εκσυγχρονισμούς, που ολοκληρώνονται ως κομφορμισμοί νέου τύπου.
*Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας