Ορκισμένοι εχθροί της χαράς είναι οι καταθλιπτικοί παράφρονες που, πίσω από κάθε αστείο, εφευρίσκουν αφορμές για να προσβληθούν
Του Παναγιώτη Λιάκου
Το πανευρωπαϊκό τηλεοπτικό κανάλι Eurosport απέλυσε τον αθλητικό σχολιαστή Μπομπ Μπάλαρντ, που συμμετείχε στην κάλυψη των φετινών Ολυμπιακών Αγώνων, επειδή «έκανε σεξιστικό σχόλιο» για κάποιες αθλήτριες. Αυτό το «σεξιστικό» σχόλιο αφορούσε την αυστραλέζικη ομάδα γυναικών της Αυστραλίας στη σκυταλοδρομία, που κέρδισε το Σάββατο το χρυσό μετάλλιο και είχε ως εξής: «Λοιπόν, οι γυναίκες μόλις τερμάτισαν. Ξέρετε πώς είναι οι γυναίκες… αράζουν, κάνουν το μακιγιάζ τους».
Η απόλυσή του ήταν ακαριαία και η αιτιολόγησή της, περί «σεξισμού», δεν ήταν αστεία, αλλά γελοία και ταυτόχρονα ανατριχιαστική. Η αστυνομία της σκέψης, που φτάνει σε σημείο να αφαιρέσει από έναν άνθρωπο τα προς το ζην, απολύοντάς τον από την εργασία του και δαχτυλοδείχνοντάς τον ως άτομο που δεν σέβεται το γυναικείο φύλο, έχει εδώ και καιρό δείξει την πρόθεσή της να καταργήσει το χιούμορ κάθε μορφής – από τη λεπτή ειρωνεία και το ανάλαφρο αστειάκι μέχρι το επιθετικό, χοντροκομμένο σκώμμα.
Η αστυνομία σκέψης επιτρέπει τη σάτιρα μόνο στις αξίες που συνέχουν τις κοινωνίες: στην πατρίδα, στη θρησκεία και την οικογένεια. Εκεί δεν θέτει όρια∙ κάτι που το διαπιστώσαμε και με τα εμέσματα με τον μπλε Μπαρμπαστρούμφ Διόνυσο και τους τραβεστί που αποπειράθηκαν να διακωμωδήσουν τον Μυστικό Δείπνο.
Η στόχευση των τυράννων, που επιβάλλουν την πολιτική ορθότητα στην καθημερινότητά μας, είναι αμφίστομη. Από τη μια, επιδιώκουν να καταργήσουν τη σάτιρα, που αποτελεί κίνδυνο για κάθε εξουσία και κάθε γελοία κατάσταση, η οποία καμώνεται τη σοβαρή. Η κατάργησή της είναι αναμενόμενη, μια και πολιτικά ορθό χιούμορ και σάτιρα δεν μπορούν να υπάρξουν.
Από την άλλη, τα νεοταξικά φρικιά θέλουν να καταργήσουν το ίδιο το γέλιο, το χαμόγελο, αυτήν τη στιγμιαία εκδικητική πράξη που κάνει ο άνθρωπος, ελαφρύνοντας με το χαχανητό του την τραγική επίγνωση του αναπόφευκτου θανάτου. Οι σαλεμένοι παγκοσμιοποιητές είναι διασπορείς θλίψεως, κατήφειας, πένθους και κατάθλιψης. Είναι δυνατόν να καλοδέχονται την ευθυμία ως ιδέα και καθημερινή πρακτική;