Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Παρακολουθώντας -όσα μπορώ λόγω της δουλειάς- παιχνίδια του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος που διεξάγεται στη Γερμανία, διαπιστώνω την έκπτωση των πραγμάτων. Απουσιάζει δραματικά εκείνο το είδος της ποδοσφαιρικής αλητείας και των επινοήσεων που έκανε τις εξέδρες να παραληρούν μπροστά στις επιδείξεις κάθε αυθεντικής ευφυΐας που κεντούσε στο χορτάρι.
Η αποθέωση της τακτικής στέρησε το ποδόσφαιρο από τους χυμούς του. Τεχνική υπάρχει, τέχνη δεν βλέπουμε. Γυαλιστερά προϊόντα χωρίς μαγεία. Έρχονται κατά μέτωπο με τον αντίπαλο και κοιτάνε πώς να διώξουν την μπάλα απ’ τα πόδια. Λες κι απαγορεύεται να ντριμπλάρεις… Σημείο καμπής θεωρώ το Μουντιάλ του 1982 στην Ισπανία, όπου μια καιροσκόπος και υπολογίστρια Ιταλία νίκησε 3-2 μια φαντεζί Βραζιλία (το λέω μολονότι είμαι Ουρουγουάη), δείχνοντας με έναν δαιμονισμένο Πάολο Ρόσι ότι αυτό που μετράει στο γρασίδι είναι η σκοπιμότητα.
Μπορεί το ποδόσφαιρο να έπαψε πια να είναι «η τελευταία ιερή παράσταση», όπως συνόψισε ο Ιταλός σκηνοθέτης Παζολίνι, ή να στάθηκε «σχολείο ηθικής» για τον Γάλλο νομπελίστα Αλμπέρ Καμί, αλλά στα χρόνια μας, όπου το ταλέντο υπερτερούσε της θωριάς, το ποδόσφαιρο ήταν το πιο δημοκρατικό σπορ.
Ο Πελέ ήταν κοντός. Ο μεγάλος και καλύτερος του Πελέ, Γκαρίντσα (άλλος αυτοκαταστροφικός…), με έξι πόντους λιγότερους στο ένα του πόδι, σχεδόν χωλός. Ο Μαγιάρος «επελαύνων συνταγματάρχης» Φέρεντς Πούσκας χοντρός. Ο Ντιέγκο κοντόχοντρος. Κι από την άλλη, αν δεν ήταν ο ιπτάμενος Ολλανδός (προικισμένος κι αυτός με φως και σκοτάδια…) Γιόχαν Κρόιφ, τους ψηλούς επιθετικούς στο ποδόσφαιρο θα τους είχαν μονάχα για να αλλάζουν τις λάμπες στα αποδυτήρια. Το συνόψισε πιο γλαφυρά ο πανύψηλος βετεράνος σέντερ φορ (2,01 μ.) της Εθνικής Αγγλίας Πίτερ Κράουτς. Όταν τον ρώτησαν τι θα ήταν αν δεν γινόταν ποδοσφαιριστής, εκείνος που χάρη στην μπάλα πήγε με όμορφες γυναίκες απάντησε μονολεκτικά και με βιτριολική αυτογνωσία «παρθένος»!..
«Είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της Αγγλίας» είχε αφορίσει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες για το ποδόσφαιρο. Η απέχθειά του για το σπορ εντοπιζόταν σε κάτι πολύ πιο ενοχλητικό από την αισθητική. Το πρόβλημά του ήταν η οπαδική κουλτούρα, την οποία συνέδεε με εκείνο το είδος τυφλής μαζικής υποστήριξης που στερέωσε στην εξουσία τους αρκετούς από τους ηγέτες των πιο απάνθρωπων καθεστώτων στη Λατινική Αμερική του περασμένου αιώνα. Τα μεγάφωνα της χούντας του Βιντέλα στην πατρίδα του την Αργεντινή σκέπαζαν στο Μουντιάλ του 1978 που κατέκτησε η ομάδα του El Flaco («ο αδύνατος») Σέζαρ Μενότι τις οιμωγές χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων.
Στους αντίποδες, ο σκληροτράχηλος Σκοτσέζος προπονητής Μπιλ Σάνκλι, που έκανε τη Λίβερπουλ ομάδα πρότυπο, συνήθιζε να λέει: «Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι το ποδόσφαιρο είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Είμαι πολύ απογοητευμένος από αυτή την προσέγγιση. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είναι κάτι πολύ σημαντικότερο απ’ αυτό». Άκουγα χθες στους αντίποδες (ΕΡΤ) τον τελευταίο μεγάλο Έλληνα τερματοφύλακα, τον Νίκο Σαργκάνη, να λέει ήρεμα ότι η ζωή δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο. Γιατί δεν καλούν ανθρώπους όπως αυτός να μιλάνε στα σχολεία;