«Η ευτυχία ενός επιστήμονα δεν είναι η κατοχή της αλήθειας, αλλά η ανακάλυψη της αλήθειας»
O Max Planck είναι ο φυσικός που για να ερμηνεύσει την ακτινοβολία του μέλανος σώματος εισήγαγε την έννοια των κβάντωσης στην Φυσική. Προς τιμήν του ονομάστηκε η θεμελιώδης φυσική σταθερά h=4,14×10−15 eV∙s που παίζει κεντρικό ρόλο στη θεωρία της κβαντικής φυσικής.
Στην ταινία που ακολουθεί παρακολουθούμε έναν μονόλογό του με αγγλικούς υπότιτλους. Παραγματοποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1942, με εντολή του υπουργείου προπαγάνδας του τρίτου ράιχ και αποτελούσε μέρος ενός αρχείου ταινιών με σημαντικές προσωπικότητες της Γερμανίας. Η εν λόγω ταινία τελικά δεν προβλήθηκε στο κοινό. Μέσα στη δίνη του 2ου παγκοσμίου πολέμου είχε χαθεί, για να βρεθεί ξανά το 1983.
Ο Μαξ Πλανκ, ξεκινά τον μονόλογό του λέγοντας πως διανύει στο 85ο έτος της ζωής του, μια ηλικία που νιώθει κανείς πιο έντονα από ποτέ την ανάγκη να κατανοήσει πώς εξελίχθηκε ζωή του και να κάνει μια περιεκτική ανασκόπηση του εαυτού του. Τι έχει προσπαθήσει και τι έχει πετύχει όλα αυτά τα χρόνια. Και τελικά, να ρίξει μια τελευταία ματιά στο μέλλον. Αναφερόμενος στο γενεαλογικό του δέντρο και την σουαβική καταγωγή του, επισημαίνει ότι παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι στην οικογένειά του σπούδασαν θεολογία και φιλολογία, ήταν ο μόνος που βγήκε από τη γραμμή και έγινε φυσικός επιστήμονας.
Αναπολεί την συνάντησή του με την γερμανίδα αυτοκράτειρα στο Κίελο όταν ήταν μαθητής και την μεγάλης διάρκειας συζήτηση που είχε με εκείνη. Θυμάται τον καθηγητή των μαθηματικών στο σχολείο, τον Hermann Müller, που του μετέδωσε την αυστηρότητα της μαθηματικής μεθόδου, αλλά και το μεγαλείο και την ομορφιά των νόμων που κυριαρχούν στη φύση.
Έκτοτε, το ιδανικό της επιστημονικής του δραστηριότητας ήταν να νιώσει αφενός την αρμονία που επικρατεί στη φύση μέσα από την αυστηρότητα των μαθηματικών και αφετέρου, να κατανοήσει την πληρότητα των νόμων της φύσης που μας περιβάλλουν. Κι αυτό αντιστοιχεί στη δυνατότητα να κατανοήσουμε την φύση με την οξύτητα της λογικής μας, της ανθρώπινης σκέψης. Να αναζητήσουμε την αρμονία αυτών των λογικών νόμων με τους νόμους της φύσης και με αυτόν τον τρόπο να κυριαρχήσουμε στη φύση.
Σπούδασε στο Μόναχο γιατί η οικογένειά του είχε μετακομίσει εκεί. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Βερολίνο όπου ξεκίνησε την καριέρα του ως λέκτορας. Έτσι, η ζωή του συνεχίστηκε με έναν πολύ συνηθισμένο τρόπο. Αρχικά λέκτορας, αργότερα καθηγητής στο Κίελο και από το 1889 καθηγητής στο Βερολίνο.
Γι αυτό θεωρεί τον εαυτό του ως έναν Βερολινέζο. Όπως λέει ο ίδιος, μετακομίζοντας κανείς στο Βερολίνο, δύσκολα μπορεί να ξεφύγει από εκεί, γιατί αποτελεί το κέντρο όλων των πνευματικών κινημάτων της Γερμανίας. Ο Μαξ Πλανκ θυμάται με ευγνωμοσύνη τους καθηγητές του στο πανεπιστήμιο του Μοχάχου, τους Ludwig Seidel και Gustav Bauer που τον μύησαν στα μαθηματικά και τον Philipp von Jolly στη φυσική.
Δεν ξεχνά τα λόγια του πειραματικού φυσικού von Jolly, καθώς τον αποχαιρτούσε για να σπουδάσει το τελευταίο του εξάμηνο στο Βερολίνο, το οποίο κάλυπτε κυρίως τη θεωρητική φυσική: «Η θεωρητική φυσική είναι πολύ ωραίο αντικείμενο, αν και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν ανοιχτές θέσεις καθηγητών. Και πρόσθεσε ότι δύσκολα θα μπορέσει να μάθει κάτι νέο στη θεωρητική φυσική. Διότι με την ανακάλυψη της αρχής της διατήρησης της ενέργειας τίθενται πλήρως τα θεμέλια της θεωρητικής φυσικής. Είπε ότι πιθανότατα μπορεί κανείς να βρεί κάτι αν ψάξει αρκετά, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να βρει μια θεμελιώδη αρχή». Ωστόσο, αυτά τα λόγια δεν τον εμπόδισαν να ακολουθήσει το συναρπαστικό μονοπάτι προς τη θεωρητική φυσική. Στην πραγματικότητα δεν περίμενε ότι θα μπορούσε να βρει κάτι νέο, αλλά μάλλον είχε την επιθυμία να ερευνήσει τους νόμους της φύσης λίγο πιο βαθιά.
Ερχόμενος στο Βερολίνο, στράφηκε στη μελέτη των βασικών νόμων της θερμοδυναμικής. Καθώς η κλασική μηχανική του φαινόταν εντελώς εξαντλημένη, οι βασικοί νόμοι της θερμοδυναμικής του φάνηκαν πιο ενδιαφέροντες, αφού έπρεπε να ισχύουν για όλες τις φυσικές διεργασίες, ανεξάρτητα από το αν κάποιος θεωρεί την ύλη συνεχή είτε ότι συνίσταται από άτομα. Την εποχή που ήρθε στο Βερολίνο, τα μεγάλα ονόματα στη Φυσική ήταν ο καθηγητής Hermann Helmholtz ως πειραματιστής και ο Gustav Kirchhoff ως θεωρητικός. Παρακολούθησε τις διαλέξεις τους, αλλά δεν προκάλεσαν το ενδιαφέρον του καθώς δεν ανέφεραν τίποτα για τη θερμότητα. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχαν οι σημειώσεις του Rudolf Clausius που, χάρη στην απλότητα, τη σαφήνεια και την ακρίβεια τους, τον έκαναν να αφοσιωθεί με ενθουσιασμό στη μελέτη των νόμων της θεωρίας της θερμότητας. Συγκεκριμένα, τον ενδιέφερε η έννοια της εντροπίας που εισήγαγε ο Clausius. Ενώ η ενέργεια παραμένει σταθερή, η εντροπία πάντα αυξάνεται και δεν μπορεί ποτέ να μειωθεί. Κι αυτή είναι η ουσία του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής.
Στη συνέχεια ο Πλανκ του μονολόγου του περιγράφοντας την έννοια της εντροπίας, αναφέρεται με κάποια απογοήτευση στην στατιστική ερμηνεία της εντροπίας του Boltzmann που διατύπωσε πρώτος ο αμερικανός φυσικός Josiah Willard Gibbs, αφαιρώντας του έτσι μια επιτυχία. Δεν έγινε όμως το ίδιο με την ισορροπία ακτινοβολίας, που όπως αποδείχθηκε ότι έθεσε ο ίδιος τα θεμέλια. Κι αυτό ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμά του. Αν και δεν βρήκε την εντροπία της θερμικής ακτινοβολίας, δηλαδή την εξάρτηση της εντροπίας από την ένταση της ακτινοβολίας καθαρά θεωρητικά. Την βρήκε μόνο με αναφορά στις πειραματικές μετρήσεις των Heinrich Rubens και Friedrich Kohlbaum. Για να ερμηνεύσει αυτούς τους νόμους, που βρέθηκαν πειραματικά, καθοδηγήθηκε από τις εξαιρετικές δημοσιεύσεις του Ludwig Boltzmann. Η εφαρμογή της μεθόδου του Boltzmann στην ακτινοβολία του μέλανος σώματος, θα μπορούσε να πετύχει μόνο αν θεωρούσε την ακτινοβολία ως συνδυασμό μεμονωμένων, ειδικών κβάντων. Κι ήταν αυτή η απαίτηση που οδήγησε, αναπόφευκτα, στην υπόθεση των κβάντων ακτινοβολίας. Στην αρχή, δεν του άρεσε αυτή η υπόθεση, γιατί ερχόταν σε αντίθεση με την κλασική φυσική. Αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Και αργότερα, χάρη στις εργασίες πολλών φυσικών, αποδείχθηκε ότι αποτελούν την πραγματικότητα.
Ο Πλάνκ αναφέρεται επίσης και στην θεωρία της σχετικότητας ως την βάση της θεωρητικής Φυσικής (υπενθυμίζεται ότι ο ναζιστής φυσικός Johannes Stark κατηγορούσε τους Planck, Sommerfeld και Heisenberg επειδή εξακολουθούσαν να διδάσκουν τις θεωρίες του Αϊνστάιν, αποκαλώντας τους «λευκούς Εβραίους»), αλλά και στην κβαντική θεωρία, ως το νέο βήμα στην πορεία προς την κατανόηση της φύσης.
Σύμφωνα με τον Πλάνκ, ενώ πολλοί εξαιρετικοί φυσικοί έχουν την τάση να θεωρούν την τρέχουσα κατάσταση της φυσικής ως ένα νέο τελικό σημείο (υπενθυμίζεται ότι βρικόμαστε στο 1942), ο ίδιος δεν ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Πιστεύει ότι η κβαντική θεωρία δεν έχει φτάσει ακόμη στην πλήρη ωριμότητά της, στο τελικό της σημείο. Αυτό είναι προφανώς μη ικανοποιητικό, αλλά από την άλλη είναι επίσης πολύ αισιόδοξο. Η επιστημονική αναζήτηση δεν θα σταματήσει ποτέ. Θα ήταν τρομερό αν σταματούσε. Μια τέτοια ηρεμία είναι στασιμότητα και η στασιμότητα είναι θάνατος με την επιστημονική έννοια. Η ευτυχία του επιστήμονα δεν βρίσκεται στην κατοχή της αλήθειας, αλλά στην ανακάλυψη της αλήθειας. Σ’ αυτή τη συνεχή, επιτυχημένη αναζήτηση της αλήθειας βρίσκεται η ικανοποίηση. Η ίδια η αναζήτηση φυσικά δεν αρκεί. Πρέπει να έχει και επιτυχή κατάληξη. Αυτή η επιτυχημένη εργασία είναι που αντιπροσωπεύει την πηγή κάθε προσπάθειας και την πηγή κάθε πνευματικής απόλαυσης.
Στα τελευταία του λόγια ο Πλανκ μας υπενθυμίζει ότι βρίσκεται στο Βερολίνο στις 15 Δεκεμβρίου 1942, και τονίζει ότι αυτό που ακούμε και βλέπουμε δεν είναι μια τελική εικόνα της προσωπικότητάς του. Αυτό που είδαμε ήταν ως επί το πλείστον ένας αυθόρμητος αυτοσχεδιασμός. Έτσι, ζητά από όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα γι αυτόν, να αναζητήσουν και να διαβάσουν τα γραπτά του. Και ολοκληρώνει τον μονόλογό του λέγοντας: «Όσο μεγαλώνεις, τόσο περισσότερο νιώθεις την ευθύνη για αυτά που λες. Και γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια συνήθισα να προετοιμάζομαι προσεκτικά και να σκέφτομαι εκ των προτέρων όλα όσα θα πω ή θα παρουσιάσω. Αυτό δεν έγινε σήμερα. Επομένως, πρέπει να βάλω ένα ερωτηματικό σε όλα όσα είπα σήμερα και σας ζητώ ευγενικά να το λάβετε υπόψη».
Πηγή: physicsgg