Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Πώς οι Έλληνες αφομοίωσαν τα ξενικά φύλα που εισέβαλαν στη χώρα μας

Ένα από τα θέματα με τα οποία ασχολούνται οι αναγνώστες του protothema.gr, ακόμα και σε «άσχετα» άρθρα, είναι η συνέχεια του Ελληνισμού. Αν και οι περισσότεροι δέχονται την άποψη των επιστημόνων (ιστορικών, γενετιστών, ανθρωπολόγων κ.ά.), υπάρχουν και ορισμένοι οι οποίοι επιχειρηματολογούν υπέρ του αντίθετου. Κομβικό σημείο για τον ελληνισμό είναι αναμφίβολα η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453 και οι δύσκολοι και σκοτεινοί αιώνες της τουρκοκρατίας.

Σλάβοι, Φράγκοι, Αλβανοί και άλλοι στην Ελλάδα

Όπως έχουμε γράψει και σε παλαιότερα άρθρα μας, οι πρώτες σλαβικές επιδρομές στον ελλαδικό χώρο έγιναν τον 6ο μ.Χ. αιώνα, ιδιαίτερα στο τέλος του, στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαυρίκιου (582-602). Η εγκατάστασή των Σλάβων, έγινε με ειρηνικό τρόπο και όχι μόνο με συγκρούσεις και επιδρομές. Ο μεγάλος λιμός του 746 προξένησε σημαντική φθορά στους ελληνικούς πληθυσμούς. Πολλοί Έλληνες είχαν φύγει από την Πελοπόννησο, αλλά και τη Βορειοδυτική Ελλάδα στα χρόνια του Μαυρίκιου, για την Ιταλία και τη Σικελία σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, όπως ο P. Charanis που τονίζει ότι οι Αβαροσλάβοι επιδρομείς του 578, όχι μόνο εισέβαλαν, αλλά και κατοίκησαν στη δυτική και την κεντρική Πελοπόννησο και μόνο η ανατολική Πελοπόννησος, με κέντρο την Κόρινθο, διατήρησε την επικοινωνία της με το Βυζάντιο («On the Slavic Settlement in the Peloponnesus», 1953).

Όμως δεν υπάρχουν συγκεκριμένες μαρτυρίες γι’ αυτό. Πάντως, οι αλλεπάλληλες ήττες των Σλάβων από τους Βυζαντινούς επί Ιουστινιανού Β’ (688) και Κωνσταντίνου ΣΤ’ (783), όπως και η συντριβή μιας ανταρσίας τους στα χρόνια της Ειρήνης της Αθηναίας (797-802) οδήγησαν στην πολύ γρήγορη αφομοίωση και τον εξελληνισμό τους. Σύμφωνα με τον Dvornik («The Slaves, Their Early History and Civilization», 1956), στον εξελληνισμό των Σλάβων σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο εκχριστιανισμός τους, που έγινε ιδιαίτερα στα χρόνια του Πατριάρχη Φώτιου (858-867, οπότε και το πρώτο Σχίσμα των Εκκλησιών και έπειτα 877-886).

Όπως έχουμε ξαναγράψει, οι τελευταίες ομάδες Σλάβων, οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί είχαν εγκατασταθεί στις πλαγιές του Ταΰγετου και οι τελευταίες αναφορές έγιναν για αυτούς από τον Χαλκοκονδύλη. Μικρά υπολείμματα Σλάβων έμειναν στη Δυτική Θεσσαλία και την Ήπειρο. Στη Μακεδονία και τη Θράκη η ειρηνική κάθοδος και ο εποικισμός των Σλάβων, ιδίως των Βουλγάρων συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και τερματίστηκαν με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913).

Οι Φράγκοι εμφανίστηκαν στην Ελλάδα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204). Στη Βόρεια Ελλάδα η παρουσία τους ήταν μηδαμινή και βραχυχρόνια. Τερματίστηκε γύρω στο 1224. Στη νότια Ελλάδα, οι Φράγκοι αν και έμειναν πολύ περισσότερο αφομοιώθηκαν πιο γρήγορα επειδή αποτελούσαν μειονότητα. Τα κάστρα και τα οχυρωματικά τους έργα δεν έχουν τη στερεότητα και την επιβλητικότητα των αντίστοιχων της Δυτικής Ευρώπης.

Η φραγκική κυριαρχία συνάντησε από την αρχή πολλές δυσχέρειες. Έλληνες και Τούρκοι εξαφάνισαν τα διάφορα φραγκικά κρατίδια. Η επίδραση του περιβάλλοντος και οι μεικτοί γάμοι μείωσαν και τελικά εξαφάνισαν το φραγκικό στοιχείο. Αλλά και τα παιδιά μεικτών γάμων, οι λεγόμενοι γασμούλοι χάθηκαν με το πέρασμα των χρόνων.

Εθνολογικά υπολείμματα, απόλυτα εξελληνισμένα όμως, των Φράγκων που εγκαταστάθηκαν κατά καιρούς, από τις αρχές της φραγκοκρατίας ως τον 19ο αιώνα, υπάρχουν σήμερα στην Τήνο, τη Νάξο, τη Σύρο και τη Σαντορίνη. Τα μόνα ίχνη της μακρινής τους καταγωγής είναι τα (εξελληνισμένα πλέον) επίθετα και το Καθολικό τους δόγμα. Το τελευταίο όμως δεν αποτελεί αλάνθαστο κριτήριο γιατί κατά τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα τρία πρώτα νησιά υπήρξαν πολλές προσχωρήσεις Ορθοδόξων των ευφορότερων περιοχών στο Καθολικό Δόγμα, για να διατηρήσουν την κυριότητα των κτημάτων τους, που απειλούνταν από τους Φράγκους κατακτητές ή και για να αποκτήσουν πολιτικά, ίσως και οικονομικά πλεονεκτήματα. Υπήρξαν όμως και προσχωρήσεις Καθολικών στην Ορθοδοξία

Την ελληνική καταγωγή των περισσότερων Καθολικών των νησιών του Αιγαίου αποδεικνύουν η ελληνική γλώσσα, που εξελίσσεται κανονικά κατά το νότιο γλωσσικό ιδίωμα και ειδικά των Κυκλάδων, τα σωζόμενα έγγραφα, τα ελληνικά τοπωνύμια, τα ονόματα δέντρων και φυτών, τα ήθη και τα έθιμά τους κ.λπ.

Οι Τούρκοι επέδρασαν ελάχιστα στην εθνολογική σύσταση των κατοίκων των ελληνικών χωρών, λόγω της διαφορετικής θρησκείας. Αντίθετα, υπήρξε αλλοίωση του τουρκικού στοιχείου, γιατί χιλιάδες Χριστιανοί εξισλαμίστηκαν, βίαια ως επί το πλείστον και είχαν σημαντική επιρροή στη σύνθεση και τις τύχες του τουρκικού έθνους. Ένα «σκοτεινό» σημείο είναι οι εκχριστιανισμένοι «Τουρκόπουλοι» (13ος-14ος αι.) και οι Γκαγκαούζοι που εγκαταστάθηκαν στη Δοβρουτσά, αλλά και τη Βέροια και την περιοχή των Σερρών(κυρίως τη Νέα Ζίχνη).

Τέλος, υπάρχουν και οι Αλβανοί, με τους οποίους έχουμε ασχοληθεί επανειλημμένα. Προσθέτουμε μόνο αυτό που γράφει ο σπουδαίος ιστορικός Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος: «Επίσης οι Αλβανοί (στα χρόνια της τουρκοκρατίας) ως ληστρικές ομάδες ή ως μισθοφόροι των Τούρκων κατεβαίνουν από τα ΒΔ προς Ν. και ΝΔ».

Πώς έγινε η αφομοίωση των ξενικών φύλων;

Από τις αρχές του 6ου και ιδιαίτερα του 7ου αιώνα, οι ελληνικές περιοχές δέχτηκαν αλλεπάλληλες επιδρομές και εποικισμούς ξένων φύλων, τα οποία όμως δεν κατέκλυσαν την Ελλάδα, ούτε διέκοψαν την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Αυτό έχει αποδειχθεί πριν από εξήντα και πλέον χρόνια, από τον Άρη Πουλιανό («Η προέλευση των Ελλήνων», 1960) και άλλους ανθρωπολόγους, αλλά και πιο πρόσφατα από γενετιστές, με κυριότερο τον Κωνσταντίνο Τριανταφυλλίδη, που μελέτησαν το DNA των Ελλήνων. Και στα σκοτεινά χρόνια της τουρκοκρατίας, οι διάφορες ετερογενείς ομάδες αφομοιώθηκαν από τον επικρατέστερο πληθυσμιακά και πολιτιστικά ελληνικό πληθυσμό. Ποιοι ήταν όμως οι κυριότεροι παράγοντες που συντέλεσαν στο μεγάλο αυτό αφομοιωτικό έργο; Ο ελληνικός πολιτισμός, που διατηρούσε σπίθες από την παλιά του ακτινοβολία, η ελληνική γλώσσα, χάρη στην οποία διατήρησε το ελληνικό έθνος την οντότητά του, η Ορθοδοξία, οι κοινές δηλαδή θρησκευτικές πεποιθήσεις που συνέδεαν τις περισσότερες εθνότητες του Αίμου και της Μικράς Ασίας, οι επιδράσεις του ελληνικού Κλήρου, ιδιαίτερα των μεγάλων εκκλησιαστικών κέντρων και των μονών, οι διάφορες άλλες σχέσεις, κυρίως οικονομικές και τέλος, ο σκληρός οθωμανικός ζυγός, που έκανε τους υπόδουλους να συσπειρώνονται και να θεωρούν τους εαυτούς τους ενιαίο σύνολο απέναντι στους Μουσουλμάνους.

Κορυφαίο και πλέον σημαντικό όλων των παραπάνω θεωρεί ο Απόστολος Βακαλόπουλος την ελληνική γλώσσα, με την αδιάσπαστη συνέχειά της, τόσο τη γραπτή, όσο και την προφορική. Με τη γραπτή γλώσσα οι λόγιοι διέσωσαν και μεταβίβασαν από γενιά σε γενιά τους θησαυρούς της αρχαίας και μεσαιωνικής ελληνικής σοφίας, ενώ ο λαός με τη ζωντανή προφορική γλώσσα, κυρίως με τις κατά τόπους διαλέκτους του, διαιώνισε και διαφύλαξε μέχρι σήμερα πάρα πολλά στοιχεία από τον πανάρχαιο πολιτισμό του. Αν διαβάσει π.χ. κάποιος τα «Ειδύλλια» του Θεόκριτου και φιλολογικά έργα Βυζαντινών λογίων, όπως π.χ. του Ευστάθιου, του Ιωσήφ Βρυέννιου και άλλων, συναντά λαογραφικές πληροφορίες, λαϊκούς όρους, παροιμίες, παραδόσεις, όρκους, ευχές, κατάρες κ.λπ., αλλά και προλήψεις, δεισιδαιμονίες, υπολείμματα παλαιών θρησκευτικών εθίμων κ.ά. που εξακολουθούν να επιζούν ακόμα και σήμερα. Μελετώντας κανείς αυτά τα έθιμα διαπιστώνει την αδιάλειπτη εξέλιξη του ελληνικού βίου. Ο «πατέρας» της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, νέος ακόμα, σπουδαστής στο Μόναχο έγραφε ότι «… αμιγές αντί του αίματος διετηρήθη εν τη γλώσση, τω βίω και τω χαρακτήρι του λαού το ελληνικόν πνεύμα δι’ αδιασπάστου αλύσεως (αλυσίδας) παραδόσεως, ης (της οποίας) ένα προς ένα τους κρίκους ανευρίσκομεν εν τοις διαφόροις σταδίοις και ταις περιπετείαις της ελληνικής εθνότητος».

Το πνεύμα αυτό το βλέπει κάποιος σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής των Βυζαντινών και των Νεοελλήνων, στην απλότητα και σαφήνεια της τέχνης, στα τραγούδια τους, στα ήθη και στα έθιμα, κάτι που παρατήρησαν οι ξένοι που ήρθαν στην Ελλάδα από το 1821 και έπειτα. Οι ξένοι αυτοί, περιηγητές ή φιλέλληνες αγωνιστές του 1821, «με έκπληξη και θαυμασμό διαπίστωναν και υπογράμμιζαν τις ομοιότητες των αρχαίων και νέων Ελλήνων, τη γρήγορη αντίληψη, την εύκολη προσαρμογή, την ένταση των συναισθημάτων, την μη ανοχή του ζυγού (σκλαβιάς), τον θερμό πατριωτισμό, το πάθος τους για την πολιτική, τη δίψα για μάθηση, τις φιλολογικές τους ενασχολήσεις, την αίσθηση του ωραίου» (Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος).

Επειδή κάποιοι θα έχουν αντιρρήσεις για τα παραπάνω, τους παραπέμπουμε στα εξής έργα: Thomas Gordon, «Greek Revolution», τ. 1, σελ. 32, F. Kruse: «Fragen uber mehrere fur das hohere Alterthum wichtige Verhaltnisse im heutigen Griecheland beantwortet von einem Philhellenen», Βερολίνο 1827. Το θέμα της ομοιότητας αρχαίων και νέων Ελλήνων αντιμετωπίζει συστηματικά ο Bernard Schmidt στο «Das Volksleben Der Neugriechen und das hellenische Altertum», Teil I, Λειψία 1871. Τέλος, ο W. Miller στα «Δοκίμιά» του σημειώνει: «No one who has been in Greece can fail to have been strucK by the similarity between the character of the modern and ancient Greeks». («Κανένας που έχει επισκεφτεί την Ελλάδα δεν γίνεται να μην έχει εντυπωσιαστεί από την ομοιότητα του χαρακτήρα των σύγχρονων και των αρχαίων Ελλήνων»).

Οι επιστήμες (Ιστορία, Γλωσσολογία, Λαογραφία, Ανθρωπολογία, Γενετική κ.ά.) επιμένουν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (βλ. Φαλμεράιερ, τον οποίο γελοιοποίησε ακόμα και ο Kopitar που ήταν ο πρώτος που διατύπωσε παρόμοιες απόψεις), στην αδιάλειπτη πορεία και συνέχεια του Ελληνισμού, παρά τις αναπόφευκτες προσμείξεις. Τα τελευταία χρόνια, το ίδιο γίνεται δυστυχώς και στη χώρα μας από ορισμένους (ντόπιους και εισαγόμενους) που αρνούνται όλα αυτά και διατυπώνουν θεωρίες συνοικιακού καφενείου, ουζερί ή σουβλατζίδικου. Δυστυχώς γι’ αυτούς, η αλήθεια, όσο κι αν τους πονά, συνοψίζεται στα όσα παραθέσαμε. Ευπρόσδεκτες φυσικά οι απόψεις τους, αλλά έωλες…

Πηγή: protothema

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο