Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Πάνε χρόνια που τα καλοκαίρια έχασαν οριστικά τη σημασία τους. Η έλευση του θέρους για πολλούς από εμάς σημαίνει την έναρξη μιας αδιάφορης εποχής, στην οποία προσπαθεί όπως μπορεί ο καθένας να περιορίσει τις δυσμενείς συνέπειες.
Τα οικονομικά μας δεν μας επιτρέπουν να θυμηθούμε πώς ήταν να ταξιδεύεις κατάστρωμα για κάποιο νησί ή να κατηφορίζεις προς τη μαγική για εμάς τους Μακεδόνες Χαλκιδική. Κι από την άλλη, η φορολογική μας δήλωση βρίσκεται σε κείνο ακριβώς το ατυχές μεταίχμιο που «χρειάζεται» ώστε να υπερβείς οριακά τον πήχη και να αποκλειστείς από όσους δικαιούνται κοινωνικό τουρισμό. Το παίρνεις το λοιπόν απόφαση εξαρχής ότι θα μείνεις σπίτι, ακυρώνεις κάθε προσδοκία και βολεύεσαι με τη σκέψη ότι «είναι ωραία στην Αθήνα το καλοκαίρι». Έτσι κι αλλιώς, τα ναύλα των πλοίων, όπως και οι βενζίνες, πακέτο με τα πανάκριβα διόδια της Εθνικής που όλο στα μερεμέτια βρίσκεται, κρατούν χαλινάρια…
Το σπίτι στο χωριό ήταν στις αρχές μια κάποια λύση. Όμως συνειδητοποιείς ότι στην πραγματικότητα μεταφέρεις στο πατρογονικό τα έξοδα που θα έκανες και στον τόπο εργασίας, κι ενώ το νοίκι, τα κοινόχρηστα και οι λογαριασμοί στην Αθήνα δεν σταματούν να τρέχουν. Ασύμφορο. Οπότε λες «άσ’ το καλύτερα» και συγκεντρώνεσαι στον αγώνα της επιβίωσης, κάνοντας τις αναγκαίες εκλογικεύσεις.
Με τον καιρό οι πιο ασκημένοι από εμάς μαθαίνουν να περιφρονούν τις παλιές συνήθειες. Φτάνουν ακόμα και στο έσχατο σημείο να πείθουν τον εαυτό τους ότι οι διακοπές είναι μια πολυτέλεια περιττή και αχρείαστη. Μια επινόηση άνευ σημασίας για ιδιοσυγκρασίες λεπταίσθητες. Κι εδώ που τα λέμε, αυτά τα πράγματα είναι για τους νέους. Τσοντάρεις τα λίγα σου λεφτά στο χαρτζιλίκι που βγάλανε τα παιδιά σου δουλεύοντας για να πάνε σε κάποιο κοσμικό νησί των Κυκλάδων για λίγες μόλις μέρες κι έχεις το ηθικό φωτοστέφανο του γονιού που «γίνεται θυσία» για τα βλαστάρια.
Αυτά βεβαίως δεν συμβαίνουν ατιμώρητα. Σε πετυχαίνει ξαφνικά την ώρα που ρεμβάζεις εξουθενωμένος κάνα Σάββατο απομεσήμερο, ας πούμε, όταν μέσα στην πηχτή λαύρα του θέρους ακούγονται μονάχα πιάτα που κουδουνίζουν στα μπαλκόνια και τα κλιματιστικά των γειτόνων, το δικό σου δεν το ανάβεις ποτέ, έχοντας επιβάλει το δόγμα στους οικείους «είναι μάταιο να αντιστέκεσαι στη ζέστη», σε πετυχαίνει, λοιπόν, άοπλο ακριβώς τότε η ψευδαίσθηση ότι το μπαλκόνι εκείνες τις ώρες, όπως προβάλλει κάτω από τις κατεβασμένες γρίλιες, μοιάζει με καραβίσια πλώρη και μετεωρίζεσαι κάπως, σε ένα κόσμο ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις επιθυμίες σου, σαν καπετάνιος βουλιαγμένης αρμάδας.
Συνήθως αυτό -και μιλώ εκ πείρας- διαρκεί λίγο. Ώσπου να βάλεις ακόμα ένα ποτήρι φτηνό κρασί και ν’ αλλάξεις δίσκο στο ταλαιπωρημένο πικάπ, ακούγοντας την κουρασμένη φωνή της Billie Holiday να σου θυμίζει ότι το καλοκαίρι είναι «λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου».