Ο ανασχηματισμός, όσον αφορά το κυβερνητικό στρατόπεδο, φαίνεται ότι δεν πέτυχε ουσιαστικούς στόχους παρά μόνο κάποιες τακτοποιήσεις και χρεώσεις ευθυνών από πλευράς του Κ. Μητσοτάκη προκειμένου να έχει το άλλοθι για να συνεχίσει στην ίδια (αποδοκιμαστέα όμως όπως αποδείχθηκε στην κάλπη) ρότα του επιτελικού κράτους, του συγκεντρωτισμού και των πολιτικών που κινούνται στην γνωστή ατζέντα.
Παρά την ηχηρή αποδοκιμασία ωστόσο με την πτώση 13 ποσοστιαίων μονάδων και ενός εκατομμυρίου ψηφοφόρων μέσα σε ένα χρόνο, ο κ. Μητσοτάκης δείχνει να διατηρεί την άνεση που του προσφέρει η διαλυτική κατάσταση στην αντιπολίτευση, είτε από τη μία πλευρά είτε από την άλλη. Ενώ μάλιστα τα πρώτα εικοσιτετράωρα μετά τις ευρωεκλογές φάνηκε να διαπερνά ένα σοκ το κυβερνών κόμμα έως και τα υψηλότερα κλιμάκιά του, με κυρίαρχο το αίτημα αποτελεσματικών διορθωτικών κινήσεων και βαθύτερης εξέτασης των αιτίων του άσχημου αποτελέσματος, όσο περνούν οι ημέρες παρατηρείται μια επιστροφή στην προγενέστερη … «κανονικότητα» του αλαζονικού κυβερνητισμού και της κατεστημένης διαχείρισης της εξουσίας σε όλα τα επίπεδά της.
Όλα αυτά ωστόσο δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχει ένα αυξημένο, αν και «σιωπηρό», ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στον χώρο της κεντροαριστεράς επειδή αυτός στην παρούσα φάση έχει μπει σε φάση έντονης κινητικότητας.
Το πώς θα δρομολογηθούν τα πράγματα στον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα όμορα κόμματα το αμέσως επόμενο διάστημα αναμένεται να επηρεάσει μάλιστα και τις εξελίξεις στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό και τον ορίζοντα στον οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε βεβαίως την επαύριο των ευρωεκλογών ότι θα εξαντλήσει την τριετία που απομένει έως το 2027 αλλά αυτό αντιμετωπίζεται ήδη με αυξημένη καχυποψία, τόσο στο εσωτερικό της ίδιας της ΝΔ όσο και από την αντιπολίτευση, για πολλούς και διάφορους λόγους. Δεν είναι μόνο το γεγονός μάλιστα ότι στις αρχές του 2025 μεσολαβεί η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας αλλά παραμένει προσώρας άγνωστη η δυναμική των πολιτικών και κοινωνικών τάσεων από το φθινόπωρο. Ολοένα και περισσότεροι δεν αποκλείουν έναν ενδεχόμενο εκλογικό αιφνιδιασμό, σε δεδομένη στιγμή, από τον κ. Μητσοτάκη προκειμένου να προλάβει την υποτροπή της δημοσκοπικής φθοράς του. Αυτή μάλιστα θεωρείται και η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με τις παλαιότερες δεσμεύσεις του –τις οποίες ασφαλώς και τήρησε- περί ολοκλήρωσης της τετραετίας. Την προηγούμενη φορά διατηρούσε την αδιαμφισβήτητη πολυτέλεια της πολιτικής και εκλογικής κυριαρχίας την οποία δεν είχε κανένα λόγο να θέσει σε οποιαδήποτε πρόωρη δοκιμασία. Η κυριαρχία αυτή υπέστη πριν από δεκαπέντε ημέρες μια τεράστια ρωγμή που υποχρεώνει τον πρωθυπουργό να κινηθεί πλέον εντελώς διαφορετικά και πρωτίστως να ετεροπροσδιοριστεί.
Υπό κανονικές συνθήκες όπως αναφέρουν και υψηλόβαθμα στελέχη του κυβερνητικού χώρου θα επιδιώξει όντως να φθάσει έως το 2027, ακόμη κι αν χρειαστεί να θυσιάσει σε μερικούς μήνες, χάριν ενός ευρύτερα αποδεκτού προσώπου, την Κ. Σακελλαροπούλου για το προεδρικό αξίωμα. Άλλωστε εάν πιάσει ο εκβιασμός του ΕΛΚ στο παζάρι για τις ευρωπαικές καρέκλες και η θέση του προέδρου του Ευρωπαικού Συμβουλίου –για την οποία προορίζεται ο πρώην Πορτογάλος πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα- αδειάσει από τον Ιούνιο του 2027, η μεταπήδηση την οποία ονειρεύεται ο κ. Μητσοτάκης θα μπορεί να γίνει άμεσα.
Αυτό όμως θεωρείται ότι θα συμβεί ευκολότερα εάν συνεχίσει να είναι κάτι σαν τον μονόφθαλμο με τους τυφλούς στο πολιτικό παιχνίδι και η ΝΔ καταφέρει να έχει σαφές προβάδισμα και την πρωτοβουλία των κινήσεων και καθ’ όλο το επόμενο διάστημα. Γι’ αυτό και αποδίδεται ιδιαίτερο βάρος στις ζυμώσεις που βρίσκονται σε πλήρη και ταχεία εξέλιξη στην κεντροαριστερά. Άλλωστε ένας βασικός λόγος που δρομολογήθηκαν τόσο γρήγορα κι αυτές έχει να κάνει με το φόβο του εκλογικού σεναρίου και του ενδεχομένου να τους πιάσει στον ύπνο -είτε ακόμη και τον Οκτώβριο είτε λίγο αργότερα- ο κ. Μητσοτάκης, κάτι που εκτός από τον οριστικό ενταφιασμό της κεντροαριστεράς και τη στρατηγική της εξαφάνιση θα σήμαινε και την τελειωτική αποστρατεία των στελεχών της που πρωταγωνιστούν στις σημερινές εξελίξεις, ακόμη και της νεότερης γενιάς.
Αν και το αριθμητικό άθροισμα στις περιπτώσεις αυτές δεν ισοδυναμεί αυτόματα και με πολιτικό, δεν στερείται πάντως σημασίας ότι ύστερα και από την μεγάλη βουτιά στις 9 Ιουνίου, το 28% της ΝΔ δεν είναι απίθανο –ανάλογα και με τις κινήσεις που θα γίνουν- να απειληθεί από μια κεντροαριστερή σύγκλιση και συνεργασία η οποία μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να υπολογιστούν άλλες προσθήκες, φτάνει αυτή τη στιγμή γύρω στο 27%.
Η ανησυχία του πρωθυπουργού μάλιστα μεγαλώνει διότι αντιλαμβάνεται ότι από το φθινόπωρο θα μπουν σε νέα φάση και οι δικές του σχέσεις και ισορροπίες με τα ισχυρά οικονομικά και μιντιακά συμφέροντα τα οποία ήδη κινούνται εντονότερα για να βοηθήσουν στη δημιουργία ισχυρού αντίπαλου δέους στη μέχρι σήμερα ανεξέλεγκτη εξουσία του κ. Μητσοτάκη. Αυτό περνά μέσα από τη συγκρότηση του λεγόμενου ενιαίου φορέα της κεντροαριστεράς που πρέπει να θεωρείται δρομολογημένη σε κάθε περίπτωση και η σχηματοποίησή του θα γίνει με σχετικά επείγουσες διαδικασίες ακριβώς λόγω του εκλογικού κινδύνου ο οποίος, παρά τα λεγόμενα και τις προσχηματικές διαβεβαιώσεις, φαίνεται ότι θα παραμονεύει πλέον ανά πάσα στιγμή καθιστώντας μετά το τέλος του καλοκαιριού πολύ πιο ρευστό το πολιτικό τοπίο και τους πρωταγωνιστές του να κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα.
Ανδρέας Καψαμπέλης