Του Μανώλη Κοττάκη
Ο ορίζοντας σιγά σιγά αρχίζει να ξεθολώνει και θα χρειαστεί πολλή προσπάθεια για να πείσουμε τους συμπολίτες μας πως αυτό που έβλεπαν μέχρι τώρα μπροστά τους δεν ήταν το πραγματικό.
Οι διεθνείς συνθήκες και οι διεθνείς συμφωνίες που υπογράψαμε τα τελευταία χρόνια με γείτονες οι οποίοι παραδοσιακά δεν έχουν καλή σχέση με τον δυτικό ορθολογισμό, το κράτος δικαίου και το Διεθνές Δίκαιο δεν ήταν παρά ένα προπέτασμα καπνού που μας κοίμισε. Και τώρα που σιγά σιγά φεύγει ο καπνός και ξυπνάμε βλέπουμε ξεκάθαρα μπροστά μας ανάγλυφο το τοπίο.
Όλοι αυτοί που υπογράφουν μαζί μας κείμενα, είτε είναι διακηρύξεις φιλίας, όπως αυτή του περασμένου Δεκεμβρίου στην Αθήνα, είτε είναι συμφωνίες, όπως αυτή που υπογράψαμε στις Πρέσπες, απλώς κερδίζουν χρόνο με το μελάνι της υπογραφής τους για να ενισχύσουν τη διπλωματική τους θέση στο διεθνές στερέωμα και ύστερα από αυτό να αρχίσουν (με όλα όσα μετέρχονται) να ακυρώνουν στην πράξη τη μία παράγραφο πίσω από την άλλη των συμφωνιών που εμείς υπογράψαμε.
Όλα όσα ζούμε αυτές τις μέρες στις ελληνοτουρκικές, στις ελληνοσκοπιανές και τις ελληνοαλβανικές σχέσεις αποτελούν το περίτρανο παράδειγμα ότι σε μέρες παγκόσμιου αναθεωρητισμού η ισχύς και οι καλοί υπολογισμοί για τους τρέχοντες γεωπολιτικούς συσχετισμούς είναι ανώτεροι από τους κανόνες μιας διεθνούς συνθήκης στους οποίους εμείς οι Έλληνες γαντζωνόμαστε πεισματικά.
Μια διεθνής συνθήκη είναι ένα ισχυρό όπλο για ένα κράτος, αν έχει όμως και την απαραίτητη ισχύ για να επιβάλει την εφαρμογή της μέσα στον χρόνο. Χωρίς αυτή την ισχύ οι δεσμεύσεις ατονούν.
Αν κάνουμε έναν μίνι απολογισμό του τι κερδίσαμε και του τι χάσαμε μέχρι τώρα από την εφαρμογή των Συμφωνιών των Πρεσπών με τους Σκοπιανούς και της διακήρυξης φιλίας με τους Τούρκους, θα διαπιστώσουμε ότι οι αντισυμβαλλόμενοι, όσο καιρό υποκρίνονται ότι σέβονταν τη συνθήκη, κατοχύρωσαν αυτά που κέρδισαν στο χαρτί και με το παραπάνω, αλλά αθέτησαν με την ανοχή της διεθνούς κοινότητας αυτά για τα οποία δεσμευτήκαμε έναντι ημών.
Και επειδή εμείς δεν διαμαρτυρηθήκαμε και δεν απαιτήσαμε την εφαρμογή τους, αυτά ατόνησαν. Από τη διακήρυξη φιλίας την οποία οι Τούρκοι άρχισαν να παραβιάζουν συστηματικά σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας εδώ και καιρό με δηλώσεις του ίδιου του προέδρου Ερντογάν, του υπουργού Εξωτερικών και του κυβερνητικού εταίρου Μπαχτσελί, οι γείτονες ήδη έχουν κερδίσει ότι πάτησαν πόδι στα νησιά του Αιγαίου, την κυριότητα των οποίων αμφισβητούν.
Αρκεί να επισκεφτεί κάνεις ένα νησί του βόρειου Αιγαίου αυτόν τον καιρό για να διαπιστώσει τι ακριβώς μεταβολή συντελείται στην οικονομία του. Στα ελληνικά ξενοδοχεία των νησιών του βόρειου Αιγαίου που υποδέχονται Τούρκους τουρίστες με βίζες μίας εβδομάδας, ανεμίζουν δεκάδες τουρκικές σημαίες στους ιστούς.
Στα εστιατόρια όλοι οι κατάλογοι είναι στα τουρκικά και οι σερβιτόροι βεβαίως μιλούν στα τουρκικά. Κλάδοι της τοπικής οικονομίας που συνδέονται με το τουριστικό προϊόν, όπως, για παράδειγμα, οι εταιρίες ενοικίασης αυτοκινήτων ή ημερόπλοια για τοπικές κρουαζιέρες, ελέγχονται ήδη από τουρκικές εταιρίες.
Αν στο μέλλον ελέγχονται και τα ελληνικά ξενοδοχεία από τις τουρκικές εταιρίες και αν στο μέλλον υπάρξει απαίτηση για κατασκευή θρησκευτικών χώρων (τζαμιών) προκειμένου να ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα οι μουσουλμάνοι που επισκέπτονται τα νησιά στις εορτές το Ισλάμ, μην απορήσει κανείς.
Αντίστοιχες αλλαγές γίνονται αθόρυβα εδώ και καιρό και στην τοπική οικονομία των δύο πρωτευουσών των νομών Ροδόπης και Ξάνθης, όπου εταιρίες και συμφέροντα τουρκικά, κρυπτόμενα πίσω από φυσικά πρόσωπα, επιχειρούν να ελέγξουν την περιοχή. Από τη στιγμή που οι Τούρκοι κατοχύρωσαν αυτά και την επαναλειτουργία του τζαμιού της Θεσσαλονίκης με τη διακήρυξη ειρήνης και φιλίας, που, σύμφωνα με τα οριζόμενα σε αυτή, δεν συνιστά διεθνή συνθήκη, είναι ήδη κερδισμένοι.
Όπως και από το γεγονός ότι, διαμαρτυρόμενοι περί μονομερών πράξεων, ανάγκασαν την ελληνική κυβέρνηση να έρθει σε συνδιαλλαγή μαζί τους για τα θαλάσσια πάρκα που θα γίνουν στην καρδιά του Αρχιπελάγους.
Η διακήρυξη που μας κοίμισε τόσο πολύ οδήγησε σε φιλανδοποίηση και συγκυριαρχία, δηλαδή και σε εγκατάλειψη πάγιων εθνικών συμφερόντων καθώς και σε διείσδυση τουρκικών φερόντων σε ευαίσθητες περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με τη Συνθήκη των Πρεσπών.
Οι γείτονες κατοχύρωσαν ότι υπάρχει μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα με την υπογραφή μας, κέρδισαν παραχώρηση του ονόματος «Μακεδονία», έστω και στη σύνθετη μορφή του, μπήκαν στο ΝΑΤΟ, δεν εκπλήρωσαν ούτε μία από τις υποχρεώσεις που προέβλεπε η συμφωνία έναντι ημών, όπως η διαγραφή των αλυτρωτικών όρων από τα βιβλία τους, και τώρα που βλέπουν ότι ο ευρύτερος βαλκανικός και παγκόσμιος συσχετισμός τούς ευνοεί (οι Αμερικανοί δεν θέλουν να ενταχθούν τα Σκόπια στην επιρροή της Ρωσίας), αμφισβητούν ευθέως την υποχρέωσή τους να αυτοαποκαλούνται «Βόρεια Μακεδονία». Και επιστρέφουν στο «Μακεδονία» σκέτο.
Δεν πρόκειται περί αυτοσχεδιασμού, αλλά περί πολύ καλού υπολογισμού. Γνωρίζουν άριστα ότι έχουν απέναντί τους μια ελληνική κυβέρνηση απρόθυμη να ξοδέψει διπλωματικό κεφάλαιο και να διεκδικήσει την εφαρμογή του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία», γνωρίζουν ότι ο ευρύτερος βαλκανικός συσχετισμός και οι αμερικανικές προτεραιότητες επιτρέπουν ανοχή σε τέτοιου είδους διπλωματικά παιχνίδια (δεκάρα δεν δίνουν για το όνομα οι ΗΠΑ, ποτέ δεν έδιναν) και το κάνουν.
Κάθισαν έξι χρόνια χρόνια φρόνιμοι και τώρα, αφού κατοχύρωσαν τα κεκτημένα τους από αυτή τη συμφωνία, έρχονται με τη σειρά τους να την παραβιάσουν. Τι αξία έχουν οι διεθνείς συμφωνίες για κράτη που δεν γνώρισαν ποτέ τον Διαφωτισμό;
Επαναλαμβάνω, λοιπόν: χωρίς ισχύ και χωρίς αποφασιστικότητα καμιά συνθήκη δεν εμπεδώνεται στο διηνεκές. Η υπογραφή της είναι το πρώτο μεγάλο κέρδος για μια χώρα, αλλά η διασφάλιση και η κατοχύρωση του κέρδους αποτελούν καθημερινό διπλωματικό μόχθο, αποφασιστικότητα και αγώνα, ο οποίος στην περίπτωσή μας απλώς δεν υπάρχει, με συνέπεια διά της διολίσθησης να χάνουμε πόντο πόντο έδαφος σε θέματα που κάποτε ήταν τοτέμ για την εξωτερική μας πολιτική.