Οι νεότερες ηλικίες των ψηφοφόρων, οι αναποφάσιστοι σε συνδυασμό με την αποχή και η ολοένα και πιο πολύ δυσφορούσα “παραδοσιακή” εκλογική βάση της ΝΔ αποτελούν τις πιο σοβαρές νάρκες που έχει να αντιμετωπίσει ο Κ. Μητσοτάκης ενώ απομένουν μόλις δύο εβδομάδες για τις ευρωεκλογές. Επειδή είναι μάλιστα δύσκολα ανιχνεύσιμες νάρκες, στο εσωτερικό του Μεγάρου Μαξίμου μεγαλώνουν τις τελευταίες ημέρες, σύμφωνα με πληροφορίες της κυριακάτικης δημοκρατίας, η ανησυχία και το άγχος για το πώς μπορεί να επηρεάσουν τελικά το αποτέλεσμα και για το ενδεχόμενο να χαλάσουν -εάν δεν γκρεμίσουν κιόλας- την προκατασκευαζόμενη “εκλογική νίκη”!
Είναι -όπως λέγεται- χαρακτηριστικό ότι οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις που δείχνουν μεγάλο προβάδισμα της ΝΔ δεν μπορούν να “αποκρυπτογραφήσουν” με επάρκεια τη συμπεριφορά αυτών των εκλογικών κοινών ο ρόλος των οποίων προβλέπεται καθοριστικός για τους οριστικούς συσχετισμούς της κάλπης της 9ης Ιουνίου. Γι αυτό και όπως εξηγούν οι ειδικοί το “κενό” επιχειρείται να καλυφθεί (ή και να συγκαλυφθεί) με το πολύ αυξημένο εύρος που δίνουν οι δημοσκοπικές εταιρείες για τα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος. Ωστόσο ενώ επικοινωνιακά αυτό, λόγω της μεγάλης απόστασης από τους υπολοίπους, δεν επηρεάζει την εικόνα της πρωτιάς, από πολιτικής πλευράς θα είναι “η μέρα με τη νύχτα” -κατά την χαρακτηριστική έκφραση που ειπώθηκε- το ενδεχόμενο αντί να πάρει η ΝΔ ποσοστό της τάξης του 33%, όπου έχει θέσει τον πήχη ο Κ. Μητσοτάκης, να κατρακυλήσει στα επίπεδα του 28% που είναι κατά τους δημοσκόπους και το “κάτω άκρο” αυτή τη στγμή για τις επιδόσεις της…
Το πρόβλημα για τη ΝΔ στις νεότερες γενιές είναι διπλό. Πρώτον γιατί ακόμη και τώρα είναι απροσδιόριστο το πόσοι από τους ψηφοφόρους αυτής της κατηγορίας θα προσέλθουν τελικά στις κάλπες σε δεκαπέντε ημέρες. Και δεύτερον διότι ήδη το κυβερνών κόμμα στην κατηγορία αυτή βουλιάζει κυριολεκτικά. Σε όλες τις πρόσφατες έρευνες κοινής γνώμης διαπιστώνεται ότι στις ηλικίες 17-34 ετών η ΝΔ βρίσκεται στην τρίτη θέση με ποσοστά που κινούνται μετά δυσκολίας στα επίπεδα του 15%. Αντίθετα την πρωτιά στο εκλογικό αυτό κοινό την καταλαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ δεύτερο έρχεται το ΠΑΣΟΚ. Κι αυτό δεν στερείται της σχετικής σημασίας αν ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για ένα κόμμα -και από πλευράς ηλικιακής διαστρωμάτωσης- γενικά “γηρασμένο” το οποίο καταφέρνει εντούτοις να ξεπεράσει αισθητά τη ΝΔ. Η επαπειλούμενη ήττα για το κυβερνών κόμμα στον τομέα αυτό γίνεται μεγαλύτερη καθώς κατά τις εθνικές εκλογές του 2023 η ΝΔ είχε κυριαρχήσει και σ’ αυτή την πληθυσμιακή ομάδα, όπως και σε όλες τις υπόλοιπες.
Η στάση των νεότερων ψηφοφόρων αποδίδεται στην αποστροφή τους και για τον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας, με την αλαζονεία, τις παρεκτροπές και τον νεποτισμό, από την κυβέρνηση (σε σειρά θεμάτων με πιο αντιπροσωπευτικό την τραγωδία των Τεμπών) σε συνδυασμό με τη γενικότερη ανασφάλεια και αβεβαιότητα σε όλους τους τομείς που κυριαρχεί στους νέους ανθρώπους για το μέλλον. Επιπλέον διαπιστώνεται ότι όλες οι εξαγγελίες και πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για τους νέους, είτε με στεγαστικά και άλλα προγράμματα είτε με διάφορα pass, αντιμετωπίζονται περισσότερο είτε ως ψίχουλα είτε ως προσπάθειες εξαγοράς γυρίζοντας τελικά μπούμερανγκ και επιφέροντας το αντίθετο αποτέλεσμα. Επίσης ειδικά στους “17ρηδες” έχουν επιδράσει αρνητικά τα πρόσφατα μέτρα του υπουργείου παιδείας για τα “ποινολόγια” στα σχολεία από την επόμενη χρονιά. Κι αυτό, σε συνδυασμό με το lifestyle του Στ. Κασσελάκη και το “πέρασμά” του στους νέους απειλεί να διαμορφώσει τις τελευταίες εβδομάδες ένα μίνι -ρεύμα, σε αυτές τις κατηγορίες, προς τον ΣΥΡΙΖΑ επιτρέποντάς του να αναπληρώσει κατά ένα μέρος άλλες απώλειες ψηφοφόρων.
Σχεδόν δύο μόλις εβδομάδες πριν από τις κάλπες σε υψηλά ποσοστά κυμαίνονται και οι “αναποφάσιστοι” η γενική κατηγορία των οποίων φτάνει στο 18-20%, δείχνοντας ότι κάλλιστα το εκλογικό σώμα μπορεί να αποδειχθεί κινούμενη άμμος. Μάλιστα περίπου τέσσερις στους δέκα προέρχονται από τη ΝΔ αλλά ενώ γίνεται το επικοινωνιακό κόλπο να επιχειρείται μια αναλογική κατανομή των αναποφάσιστων, για να βγουν “υψηλότερα” τα τελικά ποσοστά και να δημιουργηθούν προκαταβολικές εντυπώσεις, αυτό απειλεί να αποδειχθεί η δεύτερη μεγάλη νάρκη που θα πατήσει η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος. Άλλωστε η προϊστορία δείχνει ότι σχεδόν ένας στους πέντε “αναποφάσιστους” ψηφοφόρους επιλέγει για διάφορους λόγους μικρότερα κόμματα που κινούνται στη σφαίρα του 1% ενώ ο χαρακτήρας των ευρωεκλογών ευνοεί έτι περαιτέρω το κλίμα της χαλάρωσης. Μαζί με αυτό, είναι δεδομένη η παραδοχή της αδυναμίας των δημοσκόπων να προβλέψουν το ποσοστό συμμετοχής των ψηφοφόρων στις κάλπες. Μόνη “βεβαιότητα” που διατυπώνεται μέχρι στιγμής είναι ότι “η αποχή θα ξεπεράσει κατά πάσα πιθανότητα το 50% των εγγεγραμμένων”. Παραμένει και τεχνικά δύσκολο εξάλλου να ανιχνευθεί με ακρίβεια ποιοι είναι εκείνοι οι οποίοι δεν θα συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία. Η μεγάλη αποχή μπορεί να αποδεχθεί, παρά την κατάρρευση σε απόλυτο αριθμό ψήφων, σωσίβιο σωτηρίας για το ποσοστό της ΝΔ αλλά αυτό υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν θα καταφέρουν αφενός να αυξήσουν τη δική τους συσπείρωση και αφετέρου να προσελκύσουν προς τη πλευρά τους δυσαρεστημένους με την κυβέρνηση ψηφοφόρους.
Σε κάθε περίπτωση η απέλπιδα προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη και του επιτελείου του σε αυτές τις τελευταίες δύο εβδομάδες θα είναι να “φρενάρει” το γαλάζιο θυμό και δυσαρέσκεια, προτιμώντας να λάβει το (διαχειρίσιμο) “μήνυμα” δια της μη συμμετοχής από το (καταδικαστικό) “μαύρισμα”στην κάλπη. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με τις διαρροές μεγάλων τμημάτων της παραδοσιακής εκλογικής βάσης της ΝΔ που μετεωρίζονται, ακόμη και ενδεχομένως έως την τελευταία στιγμή, μεταξύ της αποχής και της μετατόπισης προς άλλα κόμματα, προς τα δεξιά. Η προοπτική να κινηθεί ο χώρος αυτός με συνολική τάση ακόμη και προς το 20% αποτελεί μια δεύτερη σοβαρή παράμετρο ανησυχίας για την ηγεσία της ΝΔ η οποία, παρά τον κατακερματισμό, θα έχει να αντιμετωπίσει την επόμενη ημέρα ένα εντελώς νέο πολιτικό τοπίο με ισχυρότατη πίεση από τα δεξιά και με ορίζοντα τις επόμενες βουλευτικές εκλογές οι οποίες ενδέχεται να διεξαχθούν και νωρίτερα από τη λήξη της τετραετίας.
Ανδρέας Καψαμπέλης