Της Κατέ Καζάντη
Για πολλά χρόνια ο τίτλος του έργου του Γερμανού διανοητή, Μαξ Βέμπερ, Politik als Beruf, μεταφραζόταν λειψά: από τη δισδιάστατη έννοια της λέξης Beruf, που σημαίνει επάγγελμα αλλά και ενόρμηση, εσωτερική κλίση περίπου φυσική, κρατήθηκε μόνο η πρώτη. Έτσι, η ρήση «Η πολιτική ως Επάγγελμα», κόσμησε πλείστους όσους, μάλλον δυσφημιστικούς, δεκάρικους για τους ανθρώπους εκείνους που από τα μικράτα τους, και σε όλη τους τη ζωή, θεωρούσαν αυτονόητη την κοινωνική συμμετοχή, μέσα και από την ένταξη τους σε αστικά κόμματα. Η έκφραση χρησιμοποιούνταν για να αντιδιαστείλει την, δήθεν, ανωτερότητα διάφορων διασημοτήτων, που, καθόλου ξαφνικά, χρησιμοποιούσαν το πλεονέκτημα μιας κοινωνικής, με την τρέχουσα σημασία, ανωτερότητας, για να υπηρετήσουν τους μηχανισμούς των αστικών κομμάτων. Και να εισέλθουν στη νομή της εξουσίας.
Για τον Βέμπερ «όποιος κάνει πολιτική επιδιώκει τη δύναμη είτε για την υπηρεσία σκοπών, ιδανικών ή εγωιστικών, είτε για απολαμβάνει το αίσθημα του γοήτρου, τη δύναμη για τη δύναμη», αφού, πάλι για τον Βέμπερ το κράτος «είναι η κοινότητα των ανθρώπων που διεκδικεί αποτελεσματικά το μονοπώλιο στην νόμιμη χρήση της φυσικής βίας».
Κι επειδή τούτη η «νόμιμη χρήση» παραείναι γλυκιά και θελκτική, συχνά πυκνά, αναμειγνύεται κανείς/μια στην πολιτική «σαν μια παρεπόμενη επαγγελματική ενασχόληση». Δεν ζει «για» ούτε «από» την πολιτική αλλά διασυνδέεται με τον ηγεμόνα στην υπηρεσία ειδικών, συνήθως, σκοπών χρησιμοποιώντας την αίγλη που ασκεί στις μάζες.
Την σήμερον ημέρα, αυτές οι ομάδες προτού επιχειρήσουν να διακονήσουν την πολιτική, διακόνησαν με ζέση την εξωπολιτική τους εργασία. Συνήθως και το σύστημα μαζί. Βρέθηκαν έτσι χωρίς προηγούμενους κοινωνικούς αγώνες αλλά με «πρόσωπο», να εκπροσωπούν τον λαό: «η «καλή τάξη» κράτησε όλες τις θέσεις της διοίκησης και τις ανέλαβε δωρεάν προς το συμφέρον της δικής της κοινωνικής δύναμης». Στη βεμπεριανή λογική, «ο Λούθηρος απάλλαξε το άτομο από την ηθική ευθύνη για τον πόλεμο και την μεταβίβασε στην εξουσία», ο δε προτεσταντισμός νομιμοποίησε το αυταρχικό κράτος.
Οπότε, ο αποκλεισμός των εργατικών τάξεων από τα Κοινοβούλια και η απιθανότητα της εκλογής τους, ακόμα κι αν μετέχουν στις εκλογές, με το βέβαιο προβάδισμα των «καταξιωμένων», δείχνει πως η διπλή σημασία του όρου Beruf μένει μόνο στο επάγγελμα. Η διάθεση της προσφοράς, μέσα από τα κινήματα αλληλεγγύης ή τον συνδικαλισμό, μέσα δηλαδή από τις δράσεις για τον κόσμο της εργασίας, τους παρίες και τους ξεριζωμένους, δεν πιάνει τόπο. Η πολιτική δεν είναι η αυθόρμητη κίνηση του ανθρώπου να παλέψει για το δίκιο, ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά η συνέχιση μιας πετυχημένης επαγγελματικής πορείας σε έναν άλλον τομέα. Με μεγαλύτερη καταξίωση, με περισσότερες εξουσίες.
Αυτοί οι άνθρωποι, εκείνοι που αρπάζουν κάθε ευκαιρία ανέλιξης απ’ τα μαλλιά, σπανίως θα σταθούν στο πλευρό των πασχόντων. Δεν έχουν -δεν δύνανται να έχουν- την ενόρμηση αφού ουδεμία κοινωνική αναφορά τους προετοίμασε γι΄ αυτό. Ούτε τους νοιάζει ο μετασχηματισμός του κόσμου, αφού και τούτος μια χαρά τους φαίνεται. Τους μένει ο επαγγελματισμός. Κι αν δεν τους βγει η νέα καριέρα, επιστρέφουν στην παλιά. Πανεύκολα.
Αλλά, «…πολιτική σημαίνει να τρυπάς σκληρά σανίδια, αργά και σθεναρά, με πάθος και με μέτρο ταυτόχρονα. Είναι απόλυτα σωστό, κι όλη η ιστορική πείρα το βεβαιώνει, ότι δεν θα κατόρθωνε κανείς το εφικτό εάν δεν πάσχιζε, πάλι και πάλι μέσα σε τούτο τον κόσμο, να πραγματώσει το ανέφικτο…».
Μόνο, λοιπόν, όποια/ος παρά τη ρητορεία για το ανέφικτο της μεγάλης αλλαγής, παρά την αμαύρωση των αγώνων γι’ αυτήν και παρά τον εθισμό στην απανθρωποποίηση που προωθεί ο καπιταλισμός, μόνον όποια/ος «αντιμετωπίζοντας όλα αυτά, μπορεί να πει «παρ’ όλα αυτά», προορίζεται για την πολιτική».
Οι υπόλοιπ@, θα ήταν χρησιμότεροι στο λαό αν, μεταγράφοντας το σεφερικό, «πήγαιναν στην Εκάλη να μαζεύουν κούμαρα ή στη Γλυφάδα να ψαρεύουν ροφούς».