Η εθνική και συνταγματική κατρακύλα θα συνεχίζεται επ’ αόριστον, μέχρι να στραγγαλιστεί και το τελευταίο εναπομένον ψήγμα αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού
Της Πένυς Παπαϊωάννου*
Την 11η Μαρτίου 2024 διανύσαμε μια ιστορική μαύρη επέτειο. Πριν από ακριβώς τέσσερα χρόνια η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε επισήμως τον πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού πλήττοντας υστερικά τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών και -υποσχόμενη την πολυπόθητη επιστροφή στην «κανονικότητα»- εξαπάτησε τον ελληνικό λαό με σκοπό να θέσει σε εφαρμογή το τελικό στάδιο του σχεδίου της Μεγάλης Επανεκκίνησης. Στη διάρκεια αυτής της τετραετίας η διαφθορά της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο μπροστά στα μάτια των έκπληκτων αξιοπρεπών Ελλήνων πολιτών. Παρ’ όλα αυτά, η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας αποδείχτηκε ότι αρέσκεται να εθελοτυφλεί. Ούτε η συρροή σκανδάλων (ενδεικτικά: λίστα Μίχου, υποκλοπές, Τέμπη) αλλά ούτε η αποκάλυψη του ψεύδους των υγειονομικών διαχειριστών κατέστησαν ικανά κίνητρα για να ενεργοποιήσουν τη συνείδησή της. Αντιθέτως, με την πρόσφατη ψήφο τους, οι Έλληνες πολίτες, αγνοώντας την κρισιμότητα της περιόδου που διανύουμε, νομιμοποίησαν ένα δικτατορικό και ανάλγητο καθεστώς που δεν ελέγχεται στην ουσία από κανέναν θεσμό, παρά προχωρά ακάθεκτο ισοπεδώνοντας το ένα μετά το άλλο τα άρθρα του Συντάγματος, φορώντας όμως παράλληλα το υποκριτικό δημοκρατικό του πέπλο.
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Μια σύντομη αναφορά σε κάποια από τα ήδη προσφάτως «κακοποιημένα» άρθρα του Συντάγματος ίσως προβληματίσει τους πολίτες εκείνους που -έστω και τώρα- έχουν αρχίσει να ανησυχούν για την τροπή των πραγμάτων.
Στο άρθρο 2 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Πρόκειται για το θεμελιωδέστερο όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τον λόγο αυτό και ορίζεται από τον νομοθέτη ως η «πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Μάλιστα το άρ. 2 παρ. 1 ανήκει στον «σκληρό πυρήνα» του Συντάγματος και επομένως δεν μπορεί να αναθεωρηθεί ούτε στο μέλλον, πράγμα που σημαίνει ότι η προστασία της αξίας του ανθρώπου θα συνεχίσει να προηγείται έναντι οποιασδήποτε άλλης προστασίας οφείλει να παρέχει η Πολιτεία στον πολίτη (συμπεριλαμβανομένης και της προστασίας της ζωής). Παρ’ όλα αυτά, υπό το πρόσχημα της προστασίας της ανθρώπινης ζωής, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας ποδοπατήθηκε βάναυσα από τη νεοδικτατορική κυβέρνηση, η οποία προέβη σε πρωτοφανή ψυχολογικό πόλεμο και ηθική εξόντωση των αντιφρονούντων πολιτών.
ΔΙΧΑΣΤΙΚΟ ΚΛΙΜΑ
Χαρακτηριστική είναι εξάλλου η αναφορά του Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος, απευθυνόμενος στους αληθινούς πολιτικούς του αντιπάλους -οι οποίοι βρίσκονται έξω από τη Βουλή, καθότι μέσα σε αυτήν βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά οι νεοταξικοί του σύμμαχοι-, τους χαρακτήρισε «ψεκασμένους». Ο νεοεισαχθείς αυτός όρος είχε ως σκοπό αφενός να αποδομήσει την προσωπικότητά τους και αφετέρου να δυσχεράνει τον εποικοδομητικό διάλογο ανάμεσα στους πολίτες, σπέρνοντας έτσι τη διχόνοια και το χάος σε όλη την ελληνική κοινωνία – όπερ και εγένετο.
Επομένως, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας προέβη αυτοπροσώπως στην προσβολή της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας των προβληματισμένων πολιτών, τους οποίους υποτίθεται πως υπηρετεί, ενώ αν κανείς παρατηρήσει τη γλώσσα του σώματός του θα διαπιστώσει μια πρωτοφανή εχθρικότητα. Μια τέτοια συμπεριφορά εξηγείται, όμως, πολύ εύκολα, καθότι ο Κ. Μητσοτάκης στην ουσία φοβόταν την επιρροή της εν λόγω κατηγορίας και για αυτό έσπευσε νωρίς να την καταστείλει, ώστε να αποκλείσει το ενδεχόμενο ενός έγκαιρου προβληματισμού και μαζικής αφύπνισης των πολιτών.
ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Πρόκειται για μια αναμενόμενη τακτική των προπαγανδιστών και συνωμοτών. Προκειμένου να μη βρεθούν σε αμυντική θέση από την οποία θα χρειαστεί να αποδείξουν την αθωότητά τους (πράγμα που δεν δύνανται να κάνουν εφόσον συνωμοτούν), προλαβαίνουν και αντιστρέφουν την επίθεση, πριν ακόμη οι αντίπαλοί τους συγκροτηθούν τόσο ώστε να την εξαπολύσουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θέτουν εκ των προτέρων σε αμυντική θέση τους πραγματικούς υπερασπιστές του Συντάγματος και τους αποδιοργανώνουν.
Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η κυβέρνηση της Νέας Δικτατορίας έχει διδαχθεί από τις πετυχημένες προπαγανδιστικές πρακτικές του παρελθόντος. Ο Γιόζεφ Γκέμπελς, υπουργός προπαγάνδας του Γ’ Ράιχ, υποστήριζε χαρακτηριστικά: «Aν πείτε ένα ψέμα αρκετά μεγάλο και συνεχίσετε να το επαναλαμβάνετε, οι άνθρωποι τελικά θα το πιστέψουν. Το ψέμα μπορεί να διατηρηθεί μόνο για όσο διάστημα το κράτος μπορεί να “προστατέψει” τους ανθρώπους από τις πολιτικές, οικονομικές ή/και στρατιωτικές συνέπειες του ψεύδους. Είναι επομένως ζωτικής σημασίας για το κράτος να χρησιμοποιήσει όλες του τις δυνάμεις για να καταστείλει τη διαφωνία, γιατί η αλήθεια είναι ο θανάσιμος εχθρός του ψέματος, και έτσι, κατ’ επέκταση, η αλήθεια είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του κράτους».
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
H κυβέρνηση χρησιμοποίησε πράγματι εδώ όλες της τις δυνάμεις. Για να μπορέσει, όμως, να προστατέψει το ψέμα της επί πανδημίας, χωρίς να χάσει τον κατ’ επίφαση δημοκρατικό μανδύα της, χρειαζόταν να στηριχθεί σε κάποιο άρθρο του Συντάγματος που δήθεν θα δικαιολογούσε την αναστολή των ατομικών ελευθεριών. Τη λύση βρήκε στο άρθρο 48, καθώς δεν έλειψαν οι φιλοκυβερνητικοί νομικοί που ισχυρίστηκαν ότι η χώρα βρίσκεται σε «κατάσταση πολιορκίας» και ο πολιορκητής είναι ένας… ιός! Ωστόσο, ακόμη και αν δεχόμασταν αυτή την ερμηνεία, εξακολουθεί να μην είναι συνταγματικά ανεκτή η αναστολή του άρ. 13 περί ελεύθερης άσκησης της θρησκευτικής λατρείας. Με λίγα λόγια, οι εκκλησίες δεν κλείνουν ούτε σε καιρό πολέμου, στην περίπτωσή μας όμως δεν είδαμε απλώς κλειστές τις εκκλησίες, ενώ την ίδια ώρα παρέμεναν ανοιχτά τα τζαμιά και οι συναγωγές (θα μπορούσε να προβληματιστεί κανείς εδώ ως προς το πού απευθύνεται σε τελική ανάλυση η νεοταξική επίθεση), αλλά ανεχτήκαμε και τη γελοιοποίηση των θρησκευτικών τελετουργικών, όπως για παράδειγμα την Ανάσταση στις 21.00. Η επίκληση ωστόσο του άρ. 48 του Συντάγματος δεν μπορούσε εξαρχής να σταθεί ως δικαιολογία της κατακρεούργησης των ατομικών ελευθεριών, καθώς το άρθρο αυτό αναφέρεται σε πραγματικές συνθήκες πολέμου και κατά τη διάρκεια αυτής της τετραετίας τέτοιος πόλεμος δεν υπήρξε.
Από τα παραπάνω συνάγουμε ότι η χρήση της μιλιταριστικής ορολογίας που υιοθέτησαν συλλήβδην επιστήμονες, δημοσιογράφοι αλλά και κυβερνητικά στελέχη (ενδεικτικά: o ιός είναι «εχθρός», έχουμε «πόλεμο», δίνουμε «μάχη», «επιχείρηση ελευθερία», όπως θα λέγαμε «στρατιωτική επιχείρηση διάσωσης») καθόλου τυχαία δεν ήταν, αλλά αντιθέτως ήταν προσχεδιασμένη έτσι ώστε να ακουμπήσει σε κάποιο νομικό «έδαφος», ενώ στόχο είχε αφενός να εξοικειώσει τη συνείδηση των πολιτών με την πραγματικότητα ενός πλαστού πολέμου και να ενεργοποιήσει το φιλότιμό τους ώστε να στρατολογηθούν στο κοινό μέτωπο κατά του «αόρατου εχθρού», αφετέρου να βρει τους υπερασπιστές του Συντάγματος, δηλαδή τους νομικούς επιστήμονες, στον ύπνο.
ΕΥΘΥΝΕΣ
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η ευθύνη των νομικών επιστημόνων είναι τεράστια, ίσως και μεγαλύτερη από εκείνη των επιστημόνων της υγείας, διότι εκείνοι είχαν σε πρώτο βαθμό την υποχρέωση (βάσει του όρκου τους και των γνώσεών τους) να αντιληφθούν την απάτη και να προστατέψουν τους πολίτες υψώνοντας τη φωνή τους. Με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις, κάτι τέτοιο, όπως γνωρίζουμε, δεν συνέβη, είτε λόγω δικής τους προσωπικής πλάνης είτε λόγω δειλίας ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγω προσωπικών συμφερόντων.
Αυτό, όμως, με τη σειρά του οδήγησε σε μια διαδοχική συρροή ποδοπατημένων συνταγματικών και ποινικών διατάξεων από το νεοδικτατορικό καθεστώς, το οποίο συνέχιζε τον στραγγαλισμό των πολιτών με όλο και πιο ελλιπείς αιτιολογήσεις, όλο και εντονότερες αντιφάσεις και διαρκώς αυξανόμενο εγκληματικό θράσος. Έτσι, λοιπόν, μετά το πέρας της πανδημίας προχώρησε στην κατακρεούργηση του θεσμού της οικογένειας, αλλά πλέον και της παιδείας με την επίσης αντισυνταγματική ψήφιση του νομοσχεδίου περί μη κρατικών πανεπιστημίων.
Δεδομένης, λοιπόν, αυτής της δικής μας αδράνειας, η εθνική και συνταγματική κατρακύλα θα συνεχίζεται επ’ αόριστον, μέχρι να στραγγαλιστεί και το τελευταίο εναπομένον ψήγμα αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού με τα περαιτέρω μέτρα εν όψει του νέου «πολέμου» ενάντια στην κλιματική αλλαγή, την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, την κατάργηση των μετρητών και την ολοκληρωτική επιτήρηση των υπνωτισμένων πολιτών από το νεοταξικό καθεστώς.
Πρόκειται για έναν πνευματικό πόλεμο, δηλαδή για το δυσκολότερο είδος πολέμου, διότι δεν σημαδεύει τα πόδια και τα χέρια των αμάχων, αλλά κατευθείαν την ψυχή τους. Η ελληνική κοινωνία έχει καθυστερήσει δυστυχώς πάρα πολύ να το αντιληφθεί, και ο μόνος τρόπος διαφυγής πλέον από τον ιστό αυτής της τεράστιας αράχνης που ονομάζεται Νέα Τάξη Πραγμάτων είναι είτε κάποια άνωθεν βοήθεια είτε η ανάληψη του κόστους (όποιο και αν είναι αυτό) της προσωπικής αντίστασης εκ μέρους όλων των αφυπνισμένων πολιτών – που σε αυτή τη φάση, λόγω της παρατεταμένης αδιαφορίας και ανευθυνότητάς μας, θα κοστίσει σίγουρα πολύ περισσότερο από έναν καφέ.
*Δικηγόρος Ιωαννίνων