Του Γιώργου Κ. Στράτου
Τζουτζές, τουρκική λέξη περσικής προελεύσεως, σημαίνει κυριολεκτικά τον νάνο, μεταφορικά τον γελωτοποιό, σημασία με την οποία εισήχθη και στη δική μας γλώσσα. Και μπορεί οι βασιλείς και οι φεουδάρχες στις αυλές των οποίων δραστηριοποιούνταν οι τζουτζέδες να έχουν λιγοστέψει μέχρις εξαφανίσεως από το ιστορικό προσκήνιο, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους διασκεδαστές τους. Κάθε άλλο. Οι παρατρεχάμενοι αυτοί του παρελθόντος, αξιοποιώντας την ευστροφία, την προσαρμοστικότητα, την ευγλωττία, τον αριβισμό, την υποτακτική συμπεριφορά, την ανηθικότητα, τη φιλοχρηματία, τη ρουφιανιά τους, την ικανότητα να ελαφραίνουν την ατμόσφαιρα, με πετυχημένα αστεία ή δηκτικά σχόλια, επηρεάζουν πάντα το προσκήνιο, ακόμη και από τα… παρασκήνια στα οποία συνήθως κινούνται.
Στη νέα εκδοχή του επαγγέλματός τους εμφανίζονται πολύ αλλαγμένοι, σχεδόν αγνώριστοι. Διαθέτουν προσόντα και εμφάνιση τα οποία σε παραπέμπουν σε ανθρώπους με γνώσεις, ικανότητες, συγκρότηση και ήθος. Γι’ αυτό και θα τους συναντήσουμε σε θέσεις και με ιδιότητες που κάθε άλλο παρά θα έπρεπε να τις καταλαμβάνουν οσφυοκάμπτες, με βασικό προσόν να λένε μόνο «ναι» στο αφεντικό τους και να το κάνουν να γελάει για να σπάσουν τη βαρεμάρα του.
Στη χώρα μας, όπου η κουλτούρα της συνεργασίας, της εκτίμησης του κάθε εργαζομένου από τον εργοδότη του γι’ αυτό που του προσφέρει με τη δουλειά του, της αξιοπρέπειας, της αξιοκρατίας, αποτελούν είδη εν ανεπαρκεία, το «εκκολαπτή-ριο» για την εκτροφή και την προώθηση των μοντέρνων τζουτζέδων, βρίσκεται παντού: από τις οικογενειακές επιχειρήσεις ως τις πολυεθνικές και από τα κόμματα μέχρι τους θεατρικούς θιάσους.
Αυτό εξηγείται γιατί παρ’ ημίν οι γόνοι, εξ αίματος και εκ κληρονομίας, δυστυχώς για τους προγόνους τους, παραμένουν συνήθως: αμόρφωτοι παρά τις σπουδές, ακοινώνητοι παρά τις παραστάσεις, αχάριστοι παρά την ευκολία, άπληστοι παρά τον πλούτο, αγενείς παρά την παράδοση, ανάλγητοι παρά τη δύναμη της εξουσίας. Αυτοί οι άνθρωποι για να νιώσουν ασφαλείς και να υλοποιήσουν ό,τι τους έρχεται στο κεφάλι, δίχως κανένα φραγμό, έχουν ανάγκη από τέτοια στελέχη στο περιβάλλον τους. Έτσι ονομάζονται πλέον οι τζουτζέδες και οι αυλές.
Ο ηγεμόνας, πέρα από τις άλλες απολαβές, αφήνει τον ευνοούμενό του να νιώσει ότι οικειοποιείται μέρος της δύναμης και της κοινωνικής του επιφάνειας. Ο αντ’ αυτού, ο έτσι του έτσι που λέμε, εκστασιάζεται καθώς απολαμβάνει τα οφέλη αυτής της κατά παραχώρηση εξουσίας. Μπορεί να οδηγηθεί σε ύπατα αξιώματα, παραμένει όμως πάντα αναλώσιμος και με ημερομηνία λήξης, που καθορίζεται από τα συμφέροντα και κυρίως τα κέφια του ηγεμόνα του.
Ουδόλως μας ενδιαφέρει η κατάληξη αυτών των ανθρωποειδών σε προσωπικό επίπεδο. «Νάνοι» στο ηθικό τους ανάστημα, που, αντί για γέλιο, προκάλεσαν καντάρια δάκρυα. Γιατί το μείζον κοινωνικό πρόβλημα μαζί τους έγκειται στα όσα έπραξαν ή δεν έπραξαν κατά την περίοδο που συμμετείχαν στη λήψη και την εκτέλεση αποφάσεων. Πόσες ζωές ρήμαξαν, πόσους άξιους χαντάκωσαν, πόσες ιδέες σφετερίστηκαν, πόση πραγματικότητα αλλοίωσαν, πόσες αλήθειες έκρυψαν και πόσα ψέματα είπαν, για να επιμηκύνουν την καριέρα τους; Η παρουσία τους μας εξηγεί και κάτι ακόμη. Πολύ συχνά οι καταστάσεις στην πατρίδα μας είναι ταυτοχρόνως για γέλια και για κλάματα. Νομίζω πως πλέον έχετε την απάντηση γιατί συμβαίνει αυτό…