Του Απόστολου Αποστόλου*
Το πόρισμα της ΝΔ, για την τραγωδία των Τεμπών ανέδειξε ανάγλυφα τον πολιτικό κύκλο της διαλληλίας. Όχι μόνο γιατί το συγκεκριμένο πόρισμα ήταν απαλλακτικό όλων των πολιτικών ευθυνών της κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά γιατί ο κ. Μητσοτάκης προκειμένου να αποποιηθεί οποιεσδήποτε ευθύνες του αρμόδιου υπουργού του, κατά την περίοδο της τραγωδίας των Τεμπών και να συμπαρασυρθούν και περαιτέρω κομματικές ευθύνες προσέφυγε στα ζεύγη των αντιφατικών εννοιών.
Δηλαδή αντιπαρέθεσε ζεύγη αντιφατικής λογικής κατά των οποίων το δεύτερο ζεύγος καταλαμβάνει θέση ισχύος και δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα. Σύμφωνα λοιπόν με το σκεπτικό και τα κριτήρια λογικής που έθεσε ο κ. Μητσοτάκης, αν ο αρμόδιος υπουργός Υποδομών και Μεταφορών κατά την τραγωδία των Τεμπών, κατερχόταν στο ψηφοδέλτιο της ΝΔ στις εθνικές εκλογές του 2023, και εξελεγόταν βουλευτής του Εθνικού Κοινοβουλίου τότε θα είχε απαλλαγεί από όποιες παραλείψεις και ευθύνες κατά τη διάρκεια της θητείας του. Και αυτό γιατί οι ψηφοφόροι του (οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω αποτελούν το πολιτικό του λατιφούντιο) ενέκριναν την ικανότητά του, την ηθική του ακεραιότητα, την αξιοπιστία του.
Με άλλα λόγια μέσα από τον πολιτικό κύκλο της διαλληλίας των εννοιών, ο κ. Μητσοτάκης φτιάχνει μια νέα λογική η οποία θα απαλλάσσει όλες τις κακοδιαχειρίσεις, τις παραλήψεις, τις καταχρήσεις εξουσιών, τις ευθύνες κλπ., της πολιτικής του διαχείρισης.
Έτσι με μια αντιστροφή της πολιτικής λογικής, ο λαός ως υπήκοος και αντικείμενο της εξουσίας -γιατί έτσι κατανοεί ο κ. Μητσοτάκης τον λαό, το διαπιστώσαμε με τις πολιτικές που άσκησε – και δη οι κομματικοί ψηφοφόροι – μπορούν να δικαιολογήσουν όλα τα πολιτικά λάθη.
Όλο αυτό βέβαια θεσμοποιεί ένα κατάφορο λαϊκισμό ο οποίος καθίσταται πολιτευματική πραγμάτωση δικαιολόγησης έκπτωτων πολιτικών χειρισμών.
Πραγματικά πρόκειται για μια εντελώς παράδοξη και αντιδημοκρατική λογική. Οι ψηφοφόροι της ΝΔ ως πολιτικά λατιφούντια να μπορούν να απαλλάξουν από ηθικές ή νομικές ευθύνες τους υπουργούς του κόμματος της ΝΔ. Όμως η νομιμοποίηση των πολιτικών επιλογών και πολιτικών προσώπων, δεν καθορίζεται από ψηφοφόρους ενός κόμματος, αλλά από την εκλογική ολότητα.
Αν πιστεύουν κάποιοι ότι, όταν ένα κόμμα λαμβάνοντας το 41% των ψήφων στις εθνικές εκλογές, του παρέχεται αυτομάτως και η ασυλία σε κυβερνητικές επιλογές τότε εξαπατώνται.
Τα κόμματα ανεβοκατεβαίνουν στον καθημερινό υδράργυρο της πραγματικότητας και ποτέ ένα εκλογικό πλειοψηφικό ποσοστό δε σταθεροποιείται. Όμως οι «δημοκράτες των καλών ευκαιριών» χρησιμοποιούν τα εκλογικά αποτελέσματα ως φαντάσματα που συνοδεύουν τα κόμματα για μια τετραετία και αποδίδουν απόλυτη έγκριση στην κυβερνησιμότητά τους.
Αυτή η παραλογία της νέας «πολιτικής ορθότητας» εφαρμόζεται στα κόμματα ως μικροκλίματα νομιμοποίησης. Κάπως έτσι συνέβη και με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Κασσελάκης με τα ποσοστά της ψηφοφορίας της εκλογικής του νίκης δικαιολογεί την πολιτική του, στη σκηνή της lifestyle θερμοκρασίας αλλά όχι της πολιτικής ως δημιουργία έμπνευσης και λύσης προβλημάτων.
Η Δημοκρατία όμως εννοείται ως συμμετοχική αντίληψη στις αποφάσεις και όχι ως έγκριση κομματικών ψηφοφόρων. Μη μπερδεύουμε το λυκαυγές με το λυκόφως.
*Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας