Η αξιολόγηση της Moody’s προκάλεσε αμηχανία σε Μαξίμου και ΥΠΟΙΚ – Ο Μητσοτάκης οδεύει προς τις ευρωεκλογές με στεγνά ταμεία και εξαθλιωμένα νοικοκυριά
Του Βασίλη Γαλούπη
Ο πρωθυπουργός χαρακτηρίζει ορόσημα εθνικής σημασίας τις αξιολογήσεις της οικονομίας από τους μεγάλους διεθνείς οίκους. Μόνο, όμως, όποτε τον βολεύει…
«Σημαντικό ορόσημο σήμερα, καθώς η S&P αναβαθμίζει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα. Περήφανοι για την αναγνώριση των όσων έχει πετύχει η χώρα μας» ανακοίνωνε περιχαρής τον Οκτώβριο, όταν ο οίκος αξιολόγησης έβγαλε επιτέλους τη χώρα από την κατηγορία «σκουπίδια» και της απέδωσε επενδυτική βαθμίδα.
Δεν κάνει λάθος που δίνει τόση σημασία ο πρωθυπουργός στις αξιολογήσεις μεγάλων οίκων. Οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας είναι βασικοί παίκτες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι εκθέσεις τους λειτουργούν ως σφραγίδα πιστοποίησης του οικονομικού μοντέλου κάθε χώρας. Κάτι που γνωρίζουμε καλά από την ανάποδη κι από τις εποχές των Μνημονίων…
Στη διεθνή βιομηχανία της αξιολόγησης, τρεις είναι οι σημαντικότεροι οίκοι. Το λεγόμενο Big-3 συγκροτούν οι Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch Ratings. Η Moody’s μαζί με την S&P κυριαρχούν στο 80% της παγκόσμιας αγοράς. Οι αξιολογήσεις της Moody’s έχουν τόσο έντονη επίδραση που, αν ο συγκεκριμένος οίκος αποφάσιζε να αναβαθμίσει την Ελλάδα, οι εισροές στα ελληνικά ομόλογα θα έφταναν έως τα 20 δισ. ευρώ.
Η απογοητευτική για την κυβέρνηση αξιολόγηση του συγκεκριμένου οίκου δεν προκάλεσε μόνο αμηχανία στο Μαξίμου και στο ΥΠΟΙΚ, αλλά και άμεση οικονομική χασούρα.
Έτσι, το Μαξίμου προσπάθησε κακήν κακώς να υποβαθμίσει το αρνητικό αποτέλεσμα. Εκεί που σε άλλη περίπτωση η αξιολόγηση θα αποτελούσε «ορόσημο» για την κυβερνητική πολιτική, κύκλοι και υπουργοί της κυβέρνησης έσπευσαν να ισχυριστούν ότι η Moody’s διατήρησε την ελληνική οικονομία στην κατηγορία όπου ήταν επειδή «ο οίκος είχε προχωρήσει στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας πριν από έξι μήνες, στις 15 Σεπτεμβρίου 2023».
Αν και η έκθεση σήμανε έναν «πορτοκαλί» συναγερμό, ειδικά για το χρέος, για την κυβέρνηση αποτελεί πάγια πρακτική των οίκων αξιολόγησης «να μεσολαβεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα μεταξύ αναβαθμίσεων». Προφανώς για να μη… μας κακομάθουν. Η κυβέρνηση καμώθηκε πως δεν κατάλαβε τα «καμπανάκια» της έκθεσης της Moody’s. Η ερμηνεία της ήταν περί… ενθάρρυνσης για γρήγορες μεταρρυθμίσεις.
Στην πραγματικότητα, τα οικονομικά δεδομένα που παρατηρεί η Moody’s παρακολουθούνται ευρέως απ’ όλους τους άλλους, ειδικά στο εξωτερικό. Και είναι καταφανές ότι η αξιολόγηση αποτελεί μια σκληρή προσγείωση για τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, για τις παθογένειες του οικονομικού μοντέλου που επέλεξε να αναπαραγάγει και για τις ανισότητες που διογκώνει.
Η πλασματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας που επιχειρεί η κυβέρνηση από το 2019 «ραγίζει». Όχι τόσο απότομα, πάντως. Η κυβέρνηση εμφανίζει μια αδυναμία ή ακόμα κι αδιαφορία να αλλάξει τη χώρα για τους απλούς πολίτες. Τα νοικοκυριά βλάπτονται καθημερινά από τις στρεβλώσεις της αγοράς. Και ανάπτυξη χωρίς μια ενδυναμωμένη μεσαία τάξη δεν μπορεί να υπάρξει.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης οδεύει προς τις ευρωεκλογές με στεγνά ταμεία. Φέτος δεν μπορεί να μοιράζει pass, επιδόματα, δώρα, όπως πέρυσι. Το γεγονός ότι είπε πως δεν μπορεί να δώσει δώρο Πάσχα αποδεικνύει πως η στενότητα επέστρεψε για τα καλά.
Οι υπερφίαλες εκτιμήσεις της κυβέρνησης, αλλά και της ΤτΕ, περί 2,4%-2,5% ανάπτυξης αποδείχθηκαν αποτυχημένες. Η Ελλάδα έφτασε ασθμαίνοντας στο 2% το 2023, λόγω υπερβολικής έμμεσης φορολόγησης από τον πληθωρισμό τροφίμων και των έκτακτων εισροών από τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Αυτή η εξασθενημένη ανάπτυξη, όμως, δεν μπορεί να εξισορροπήσει τις απώλειες ακόμα και της πανδημίας, πόσο μάλλον των Μνημονίων…
Τέλος οι μεγαλοστομίες! Στρεβλό το μοντέλο ανάπτυξης
Το μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας είναι στρεβλό, καθώς, όπως τονίζει η Moody’s, βασίζεται πρακτικά μόνο στον τουρισμό και, σε δεύτερο επίπεδο, στη ναυτιλία. Παρά τις μεγαλοστομίες της κυβέρνησης περί μεταρρυθμίσεων πέντε χρόνια τώρα, αποδείχθηκε ότι έχουν καθηλωθεί οι προοπτικές για τη βιώσιμη και πραγματική ανάπτυξη της χώρας.
Η Ελλάδα έχει σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που, με την πάροδο του χρόνου, θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα και θα συμβάλει σε συνεχείς πληθωριστικές πιέσεις, σύμφωνα με τον επικεφαλής αναλυτή της Moody’s για την Ελλάδα Στέφεν Ντουκ. Με δυο λόγια, η χώρα δεν παράγει σχεδόν τίποτε άλλο εκτός από υπηρεσίες, ενώ εισάγει απείρως περισσότερα από ό,τι εξάγει. Ο πρωθυπουργός βαφτίζει «μεταρρυθμίσεις» τις διευθετήσεις συμφερόντων που κάνει, ενώ από την άλλη ο οίκος αξιολόγησης τονίζει την άμεση ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, αλλά πραγματικές. Η πατέντα της ελληνικής εκδοχής του καπιταλισμού δεν είναι βιώσιμη, και η Moody’s δεν αναβάθμισε την ελληνική οικονομία λόγω των μεγάλων δομικών προβλημάτων που παρουσιάζει:
-Το εφιαλτικά τεράστιο χρέος.
-Τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού (και της ναυτιλίας) ως μόνης βάσης της ελληνικής οικονομίας.
-Το Δημογραφικό.
-Την προβληματικά αργή απόδοση δικαιοσύνης.
-Το υπερβολικά υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που καθιστά τη χώρα διαχρονικά αδύναμη.
Άλμα του δημόσιου χρέους! Στα 657 δισ. € μαζί με το ιδιωτικό
Στην πρώτη θητεία Μητσοτάκη, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε αλόγιστα κατά 63 δισ. ευρώ. Η κυβέρνησή του μοίρασε σκανδαλωδώς, με πρόφαση την πανδημία, 12-15 δισ. σε απευθείας αναθέσεις προς ημετέρους. Το δημόσιο χρέος επί Μητσοτάκη αυξήθηκε από τα 337 δισ. το α’ τρίμηνο του 2019 στα 400 δισ. τον Φεβρουάριο του 2023.
Στην Ελλάδα, το δημόσιο χρέος μειώθηκε στο 166,5% του ΑΕΠ, πανηγύριζε τον Οκτώβριο η κυβέρνηση. Όμως, αυτή είναι μια καλλωπισμένη εικόνα, επειδή συνέβη συγκυριακά, λόγω του πληθωρισμού. Οι απόλυτοι αριθμοί παραμένουν εφιαλτικοί, κι αυτό η Moody’s το επισημαίνει.
Όμως, υπάρχει ακόμα ένας βραχνάς, αυτός του ιδιωτικού χρέους. Το 2013, το σύνολο των φυσικών προσώπων που είχαν ληξιπρόθεσμο χρέος προς το Δημόσιο ήταν 2.006.611 άτομα, που οφείλουν συνολικά 21,53 δισ. ευρώ. Σε ρύθμιση είχαν υπαχθεί οφειλές 834.900.000 ευρώ. Το σύνολο των νομικών προσώπων που είχαν ληξιπρόθεσμα χρέη ήταν 167.809 και οι οφειλές ανέρχονται σε 38,24 δισ. ευρώ.
Δέκα χρόνια μετά, τον Δεκέμβριο του 2023, η ελβετική UBS ανακοίνωνε πως το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος της Ελλάδας φτάνει πια στα 657 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου χρέους ύψους 422 δισ. ευρώ, αλλά και του δανεισμού του ιδιωτικού τομέα. Κάτι που ισοδυναμεί -συνολικά- με 305,8% του ΑΕΠ.
Σήμερα, έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη άνω των 106 δισ. ευρώ μόνο προς το Δημόσιο 4.013.138 φυσικά και νομικά πρόσωπα, διπλάσια από το 2013. Τα 26,3 δισ. ευρώ αφορούν οφειλές που χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτες είσπραξης.
Την ίδια ώρα, τα «κόκκινα» δάνεια πνίγουν τους δανειολήπτες και οι πλειστηριασμοί κατοικιών διαρκώς αυξάνονται.
Καμία οικονομία στο μέγεθος της Ελλάδας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί «υγιής» κι αναπτυγμένη, όταν είναι βουτηγμένη στα χρέη -δημόσια και ιδιωτικά-, παρά τα ληστρικά Μνημόνια και τις δήθεν μεταρρυθμίσεις. Και πολύ περισσότερο όταν το μοντέλο από το οποίο αναζητεί σωτηρία είναι αυτό του μαζικού τουρισμού, των Airbnb και των «επενδυτών» real estate, με κατοικίες στο σφυρί από τράπεζες και ξένα funds.
Η μαζική παραγωγή του… απόλυτου τίποτα δημιουργεί τεράστια ρίσκα και αβεβαιότητες – Σε επικίνδυνα μονοπάτια η χώρα λόγω Ουκρανικού
Ισχυρές ξένες τράπεζες έβλεπαν ανάπτυξη 3% για την Ελλάδα πέρυσι, με τις εκτιμήσεις τους να γίνονται εν μέσω του 2023. Η Eurostat εκτιμούσε προς το μέσον της χρονιάς πως θα είναι στο 2,5%. Το ίδιο ισχυριζόταν και η κυβέρνηση. Τελικά, η ανάπτυξη «κάθισε» στο 2%.
Για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αυτή η απώλεια 0,5% βαραίνει ακόμα περισσότερο το κλίμα, αλλά και τις εκτιμήσεις για το 2024, που πάλι μοιάζουν υπεραισιόδοξες. Πλέον, ο Μητσοτάκης εμφανίζεται πιο προσεκτικός στις δηλώσεις του. Ζητά αναμονή για να φανεί πως κινείται ο Προϋπολογισμός και δεν ρισκάρει να υποσχεθεί τίποτα, τουλάχιστον για το α’ εξάμηνο. Η σπάταλη τακτική της πρώτης τετραετίας δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Η… επιτυχία της χώρας στη μαζική παραγωγή πρακτικά τού… τίποτα, πέρα από χρέος, ελλείμματα και τουριστικές υπηρεσίες, συνεχίζει να δημιουργεί τεράστια ρίσκα. Δεκατρία χρόνια μετά την ελληνική κρίση χρέους, ο πρωθυπουργός εξακολουθεί να επενδύει σε ένα οικονομικό μοντέλο-φούσκα, που παγιδεύει τη χώρα και τους κατοίκους της σε φαύλο κύκλο μιζέριας κι αδυναμίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Moody’s επιμένει με το χρέος, το οποίο είχε ανοίξει τον κύκλο των Μνημονίων το 2010 και υποτίθεται δεν θα έπρεπε σήμερα να αποτελεί πονοκέφαλο. «Παρά την αναμενόμενη μεγάλη μείωση, ο δείκτης του χρέους προς το ΑΕΠ θα παραμείνει πολύ υψηλός».
Επισημαίνει και το πρόβλημα στην ανάπτυξη: «Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας επιβραδύνθηκε στο 2% το 2023, από 5,6% το 2022, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και η νομισματική σύσφιγξη (αναφέρεται στην αύξηση επιτοκίων της Κεντρικής Τράπεζας) επηρέασαν την αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων».
«Καμπανάκι», όμως, χτυπάει και για την επισφαλή θέση της Ελλάδας γεωπολιτικά, με δεδομένη και την άμεση εμπλοκή της χώρας από τη «Ι.Χ.» εξωτερική πολιτική Μητσοτάκη στο Ουκρανικό: «Μια κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ πιθανότατα θα οδηγήσει σε καθοδική πίεση την αξιολόγηση». Η Moody’s θεωρεί ότι η ευαισθησία της Ελλάδας στον κίνδυνο γεγονότων είναι σημαντική. Γι’ αυτό ο συγκεκριμένος δείκτης βαθμολογείται ακόμη χαμηλότερα από τη γενική αξιολόγηση της χώρας, με «ba», δηλαδή τρία σκαλοπάτια κάτω από το αξιόχρεο.
Σοκάρουν τα στοιχεία της Eurostat για τη φορομπηχτική πολιτική
Ακόμα κι αυτό το 2% ανάπτυξης δεν προκαλείται από την αύξηση πραγματικών επενδυτών κι όχι αγοραστών πλειστηριασμένων σπιτιών, ούτε επειδή τονώνεται η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: τα νοικοκυριά φτωχοποιούνται ολοένα περισσότερο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat, τα φορολογικά έσοδα στην Ε.Ε. έφθασαν σε αξία-ρεκόρ το 2022. Τα κράτη-μέλη εισέπραξαν φόρους ύψους 6,388 τρισ. ευρώ, κάτι που οφείλεται και στους φόρους κατανάλωσης λόγω πληθωρισμού.
Τα συνολικά έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα ήταν 68,5 δισ. το 2016. Το 2022 ήταν 85,2 δισ., μια ακόμα ένδειξη της φορομπηχτικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τα έσοδα από έμμεσους και άμεσους φόρους ήταν 49,5 δισ. το 2016 και 60 δισ. το 2022. Τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές ήταν 20,7 δισ. το 2016 και 25,2 δισ. το 2022.
Η οικονομία της χώρας δεν μπορεί να «πετάξει» κάτω από τέτοια πίεση φόρων, χρεών και ακρίβειας. Οι ξένες επενδύσεις παραμένουν απογοητευτικές, οι εξαγωγές δεν έχουν ενθαρρυντικές τάσεις και η JP Morgan διαπιστώνει πως η χώρα παραμένει ανέτοιμη για να βρεθεί ξανά έπειτα από χρόνια στις ώριμες αγορές: «Μια πιθανή αναβάθμιση της Ελλάδας στις ώριμες αγορές είναι, εκτός από εξαιρετικά απίθανη, ένας σημαντικός αρνητικός καταλύτης».
Τα μηνύματα που περνούν προς τις διεθνείς αγορές η Moody’s και η JP Morgan είναι ανησυχητικά. Η κυβέρνηση, ωστόσο, συνεχίζει να προπαγανδίζει αβάσιμα δημοσιεύματα του «Economist» με στοιχεία άλλα αντ’ άλλων και εκτός πραγματικότητας, προκειμένου να πείσει τους πολίτες ότι όλα γύρω τους βελτιώνονται.
Μέχρι πέρυσι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρησιμοποιούσε το άλλοθι της πανδημίας και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ήταν τα δυο «φάρμακα» που δόθηκαν στην κοινή γνώμη για να καλυφθεί κάθε αδυναμία και αστοχία στην οικονομία. Πλέον, όμως, οι κρίσεις είναι πίσω. Ακόμα και αντιπολίτευση δεν υπάρχει στην Ελλάδα για να την πιέζει. Η κυβέρνηση ξέμεινε από δικαιολογίες και η γύμνια της πλέον δεν μπορεί να κρυφτεί. Σε βαθμό που και οι διεθνείς οίκοι δεν κρύβουν την απογοήτευσή τους και τους προβληματισμούς τους για το τι μέλλει γενέσθαι.