Του Γιώργου Κ. Στράτου
Πολύ συχνά, σχεδόν σε καθημερινή βάση, ο βίος μας γίνεται αβίωτος. Η μεγάλη αυτή αλήθεια, την οποία είμαι βέβαιος πως συμμερίζεται η συντριπτική πλειoνότητα των συμπατριωτών μας, εκτείνεται από τα μικρά μέχρι και τα πιο σοβαρά ζητήματα της ζωής μας. Από τη δοκιμασία των νεύρων μας λόγω της συνεχούς κυκλοφοριακής συμφόρησης παντού μέχρι τις πιο σημαντικές ψυχικές αντοχές μας όταν, κούφια η ώρα, δοκιμάζεται η υγεία η δική μας ή ενός προσφιλούς μας προσώπου.
Ανεξαρτήτως του αν οι κυβερνώντες δεν το αντιλαμβάνονται ή επιχειρούν να το ωραιοποιήσουν, οι αντιπολιτευόμενοι αδυνατούν να το αναδείξουν και να προτείνουν συγκεκριμένα πράγματα για τη βελτίωσή του, οι νόμοι προστασίας του είτε έχουν εξανδραποδιστεί από τη λαίλαπα των Μνημονίων και της χρεοκοπίας είτε μένουν ανεφάρμοστοι για την απρόσκοπτη αναπαραγωγή ενός συστήματος που αποφέρει κέρδη και εξουσία καταπώς αποδεικνύεται για να μένει απαράλαχτο, οι λειτουργοί των θεσμών του αγκομαχούν να επιβιώσουν μέσα σ’ ένα επιεικώς αφιλόξενο περιβάλλον, η δύναμη και η αξιοπιστία των συνδικαλιστών του έχουν εξαερωθεί υπό το βάρος των αμαρτημάτων όσων εκ των συναδέλφων τους την εξαργύρωσαν πολιτικά, το κράτος μας καταρρέει. Το κράτος μας καταρρέει παντού, ολοκληρωτικά και εκκωφαντικά. Με ρυθμούς γραφειοκρατικούς ή ψηφιακούς, παραδοσιακούς ή εκσυγχρονισμένους. Εμείς παρακολουθούμε την κατάρρευση κάπου ανάμεσα στο «Θεέ μου, μη μας βρει κάνα κακό» και σαν να αφορά κάποιους άλλους. Ο βαθμός της αποχαύνωσής μας είναι πιθανότατα αυτός που επιβεβαιώνει την άποψη των συνωμοσιολόγων ότι αποτελούμε μέρος διεθνούς πειράματος εφαρμογής κοινωνικού ελέγχου διά της αποβλακώσεως και της εξαρτημένης εξαθλιώσεως, κάθε μορφής.
Αφού όσοι τα υφίστανται όλα αυτά αδυνατούν να τα συνειδητοποιήσουν, πολλώ δε μάλλον να αντιδράσουν, εκφράζοντας συγκροτημένα την αγανάκτησή τους και όχι μόνο με οργίλα ξεσπάσματα ή ακραίες ανώφελες βιαιοπραγίες πάνω στους τελευταίους τροχούς της αμάξης, όπως νοσοκόμες, γραμματείς, νυκτερινές βάρδιες, νεοπροσληφθέντες, σκέφτομαι μήπως θα έπρεπε να εμπλέξουμε τους καθ’ ύλην αρμοδίους στη συνειδητοποίηση της κατάστασης. Σαν άσκηση ετοιμότητας.
Γεροί να είναι οι άνθρωποι, πώς θα φαίνονταν σ’ έναν υπουργό να ακολουθήσει και ο ίδιος στο φορείο τη διαδρομή εισαγωγής ενός ασθενούς σε μια ΜΕΘ, ενός δημόσιου νοσοκομείου που εφημερεύει, όντας ανασφάλιστος λόγω οφειλών και προερχόμενος από την περιφέρεια; Πώς θα ένιωθε ανάμεσα σε ασθμαίνοντες λιγοστούς γιατρούς και αδελφές που τρέχουν σαν τρελές για να καλύψουν τις ανάγκες δεκάδων θαλάμων; Πώς θα διεκπεραίωνε ασυνόδευτος την παραμονή, την επικοινωνία και τις διαδικασίες που απαιτούνται για τη θεραπεία του;
Αλλά για να πάμε και στα πιο απλά. Πόσα χρόνια έχουν, αν το ‘καναν ποτέ στη ζωή τους, όσοι καλούνται να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν αποφάσεις για τη δική μας, να διεκπεραιώσουν οι ίδιοι ζητήματα της καθημερινότητάς τους; Να πάρουν το λεωφορείο σε ώρες αιχμής, να σταθούν ατέλειωτες ώρες σε όλα τα γκισέ δίχως αποτέλεσμα, να πάνε στο σούπερ μάρκετ και να τους βγουν τα μάτια ψάχνοντας τις προσφορές, να διαπιστώνουν ότι τα παιδιά τους ως φοιτητές εκφράζονται χειρότερα από αυτούς του γυμνασίου, να ξεμένουν στις 20 του μηνός;
Και να… και να … και άστα να πάνε. Γι’ αυτό δεν πάνε ποτέ εκεί όπου παίζεται η καθημερινότητά μας σαν κανονικοί άνθρωποι. Παρά μόνο σαν αμήχανοι ηθοποιοί μιας κακοσκηνοθετημένης παράστασης για τις «Ειδήσεις».