Η μεγάλη νίκη στα «Μαύρα Λιθάρια» και η δεινή περιπέτεια του τέλους του
Του Ελευθέριου Σκιαδά
Ένας από τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης 1821, ο οποίος συνεισέφερε όχι μόνο υλική ενίσχυση αλλά και προσωπική υπηρεσία ως μέλος της Εφορείας των Καλαβρύτων, υπήρξε ο Ασημάκης Ζαΐμης. Το βασικότερο όμως όλων ήταν πως ο πρωτότοκος υιός του Παναγιώτη Ζαΐμη αποτέλεσε τον πυροδότη του πρώτου επαναστατικού σπινθήρα.
Ο Ασημάκης Ζαΐμης γεννήθηκε στην Κερπινή των Καλαβρύτων το 1745. Αφού σπούδασε στην Πίζα της Ιταλίας, επανήλθε στη γενέτειρά του, όπου διαδέχθηκε στο αξίωμα του προεστώτος της επαρχίας του τον προκάτοχό του Αναγνώστη Ζαΐμη. Διακρινόταν δε για τη φιλοπατρία του, τον πολιτισμό του, αλλά και την αφοσίωσή του προς την οικογένειά του. Υπολόγιζε μάλιστα την πνευματική καλλιέργεια όσο και την ανδρεία.
Το 1818 ο Ασημάκης Ζαΐμης, ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη, μυείται στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα. Ταυτόχρονα μυήθηκε και ο γιος του Ανδρέας. Αμέσως μετά διορίζεται ως ένας εκ των εφόρων αυτής στην Πελοπόννησο, με ιδιαίτερη δικαιοδοσία τα Καλάβρυτα. Έτσι, κατά την έναρξη του Αγώνα ήταν προεστός των Καλαβρύτων, έχοντας υπερβεί το 75ο έτος της ηλικίας του. Η ανάμειξή του στην Επανάσταση ήταν τεράστια.
Όπως εξιστορεί ο Σπ. Τρικούπης, ο Ασημάκης Ζαΐμης είχε κοντά του δύο παλαιούς κλέφτες, τον Χονδρογιάννη και τον Πετιώτη. Τους εμπιστευόταν και τους προετοίμαζε για τον Αγώνα. Τη 15η Μαρτίου 1821, ενώ γευμάτιζε στο χωριό του Κερπινή, τους ρώτησε τι νέα είχαν. Εκείνοι αποκρίθηκαν ότι την επαύριο αναχωρούσε προς την Τριπολιτσά ο Σεηδής Λαλιώτης, στρατιωτικός ιππέας, ο οποίος θα μετέφερε χρήματα του Δημοσίου. Επίσης, πως αν τους έδινε την άδεια, ήταν έτοιμοι να τον χτυπήσουν καθ’ οδόν και να αρπάξουν τα χρήματα. Ο Ασημάκης Ζαΐμης έκανε τον σταυρό του και τους είπε: «Στην ευχή μου, παιδιά!». Οι λέξεις αυτές αποτέλεσαν το σύνθημα του Αγώνα. Το εγχείρημα το οποίο ενεπνεύσθησαν οι δύο κλέφτες υποτακτικοί του Ασημάκη Zαΐμη απέτυχε, διότι οι Τούρκοι διέφυγαν σώοι στα Καλάβρυτα.
Όταν τελικώς η Επανάσταση εξερράγη, έφτασε ο Δημήτριος Υψηλάντης ως εκπρόσωπος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής. Περί τα μέσα του Ιουνίου 1821 επισκέφθηκε το στρατόπεδο των Βερβενών. Εκεί τον υποδέχθηκε και ο Ασημάκης Ζαΐμης, ο πρεσβύτερος των αρχόντων. Στη συνέχεια εξελέγη μαζί με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας.
Στις αρχές 1823 ο Ασημάκης Ζαΐμης, παρότι δεν απείχε πολύ από το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας του, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση και στον αφανισμό των υπολειμμάτων της στρατιάς του Δράμαλη. Είχαν εξέλθει από την Κόρινθο, όπου μετά τις μάχες των Δερβενακίων είχε καταφύγει με ό,τι είχε περισωθεί από την καταστροφή εκείνη και κατευθυνόταν προς την Πάτρα.
Κατά τις ημέρες εκείνες δύο αντιμαχόμενες μερίδες Καλαβρυτινών, ο προεστός Σωτήριος Χαραλάμπους και οι Πετιμεζαίοι, φημισμένοι κλεφτοκαπετάνιοι, είχαν έρθει σε ένοπλη ρήξη. Ο Ασημάκης Ζαΐμης, ο οποίος αισθανόταν αλληλεγγύη «κάστας» προς τον Σ. Χαραλάμπη αλλά και εκτίμηση προς τους γενναίους Πετιμεζαίους, θεώρησε καθήκον του να παρέμβει και να προλάβει την αδελφοκτόνο εξέλιξη της διαφοράς τους. Έτσι οι αντίπαλοι, λόγω και του κύρους του μεσολαβητού γέροντα, συμφιλιώθηκαν. Και καθώς επισφράγιζαν τη συναδέλφωσή τους με οβελίες και σπονδή εκλεκτού οίνου, αντιλήφθηκαν ότι μεγάλη τουρκική φάλαγγα όδευε προς δυσμάς.
Έσπευσαν τότε να καταλάβουν κατάλληλες οχυρές θέσεις κοντά στην Ακράτα, τα αποκαλούμενα «Μαύρα Λιθάρια», ώστε να υποδεχθούν κατάλληλα τους Τούρκους. Η επιτυχία των Ελλήνων τον Ιανουάριο 1823 στα «Μαύρα Λιθάρια» σίγουρα πιστώνεται στον Ασημάκη Ζαΐμη, ο οποίος με τη συμφιλιωτική παρουσία του ενεργοποίησε τους Καλαβρυτινούς πολεμιστές. Αλλά μία περιπέτεια, δεινή και απογοητευτική, ανέμενε τον Ασημάκη Ζαΐμη λίγο πριν από το τέλος του.
Απεβίωσε στο Ναύπλιο το 1826
Με την έκρηξη του εμφύλιου πολέμου το 1824, ευρέθη κατατρεγμένος εξαιτίας του υιού του Ανδρέα, που είχε ταχθεί εναντίον της κυβέρνησης του Γεωργίου Κουντουριώτη. Μισθοφορικά ρουμελιώτικα στρατεύματα τους πολιόρκησαν και τους κατέστησαν φυγάδες. Η ταλαιπωρία που έζησε ο γέρος Ασημάκης επιβάρυνε την ψυχολογία και την υγεία του. Δύο χρόνια αργότερα, το 1826, απεβίωσε στο Ναύπλιο από τύφο, χωρίς να καταφέρει να ξαναδεί την προσφιλή του Κερπινή.