Του Θέμη Τζήμα
Η κυρίαρχη συζήτηση στο σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος, είτε χαιρέκακα είτε απελπισμένα συμπυκνώνεται στην παραδοχή του κενού στα (κεντρο-)αριστερά του πολιτικού φάσματος και συχνά στην ανάγκη είτε να ανακτήσει την παλιά του ισχύ κάποιο από τα υπάρχοντα κόμματα, είτε να φτιαχτεί ένα νέο. Όποτε δε, πλησιάζουν εκλογές, η βεβαιότητα ότι ένα νέο κόμμα ή μέτωπο, θα γεμίσει το κενό μέσα από συσπειρώσεις στελεχών, παροξύνεται. Η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο σύνθετη, ωστόσο.
Πρώτον, δεν υπάρχει κανένα κενό. Δεν υπάρχει καμία μάζα αριστερών ψηφοφόρων έτοιμη να ψηφίσει όποιο κόμμα πει τα «σωστά» λόγια ή εμφανιστεί με το σωστό τρόπο. Δε μας περιμένει καμία παραταξιακή βάση (πολύ περισσότερο όχι κάποια η οποία να είναι όπως ακριβώς και όση ακριβώς φαντασιώνεται καθένας από εμάς) να μας ψηφίσει, να μας στηρίξει και να μας ακολουθήσει μόλις εμφανιστούμε ξανά στο προσκήνιο. Αυτό το οποίο ερμηνεύουμε ως κενό είναι στην πραγματικότητα ήττα και αλλοτρίωση. Ήττα και αλλοτρίωση ιδεολογική, προγραμματική, ηθική και οργανωτική. Μπορούμε (και οφείλουμε) να αναζητούμε σε ιστορικό βάθος τα αίτια και τις απαρχές της ήττας και της αλλοτρίωσης των μειζόνων ρευμάτων (δημοκρατικού σοσιαλισμού, κομμουνιστικής αριστεράς κλπ.), ωστόσο το πιο άμεσο είναι να αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχει κενό που μας καλεί να το καλύψουμε, αλλά μια πολύπλευρη και εν πολλοίς εξηγήσιμη μέσα στον καπιταλισμό διαδικασία αλλοτρίωσης, η οποία προκάλεσε την ήττα των ρευμάτων της αριστεράς μέσα στις συνθήκες της κρίσης, επειδή ακριβώς επρόκειτο για αλλοτριωμένα ρεύματα και κόμματα: πρώτα του ΠΑΣΟΚ, μετά του ΣΥΡΙΖΑ και παραλλήλως της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά και του ΚΚΕ. Ο χρόνος ανάκαμψης της εργατικής τάξης, του λαού μετά από την κορυφαία ήττα του καλοκαιριού του 2015, οπότε η ηγεσία που είχε επιλέξει ο ίδιος ο λαός αποστάτησε από την εντολή του, δεν μπορεί να διαταχθεί από την επιθυμία των όποιων στελεχών, παρότι η παρέμβαση των οργανωμένων δυνάμεων, υπό όρους μπορεί να επιδράσει θετικά.
Δεύτερον, η αλλοτρίωση και η ήττα μπορεί μεν να είναι αναμενόμενη, όταν αντιμάχεσαι το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας, αλλά δεν πρέπει να γίνεται άλλοθι εμμονικής επανάληψης αποτυχημένων τακτικών, ηττοπάθειας, τεμπελιάς και ρηχότητας. Αυτό που συνέβη σε όλα τα ρεύματα της (κεντρο-)αριστεράς μέσα στην πορεία της αλλοτρίωσης και της ήττας είναι ότι στην αρχή πειθαναγκάστηκαν και έπειτα ενθουσιωδώς προσχώρησαν στη λογική της επιμέρους μόνο σύγκρουσης με το σύστημα εξουσίας ή ακόμα χειρότερα με ορισμένους από τους διαχειριστές του. Προτίμησαν, για λόγους οι οποίοι εν πολλοίς έχουν εξηγηθεί και που κατά βάση έχουν να κάνουν με τις γραφειοκρατίες τους (αλλά και με τις αντικειμενικές συνθήκες), να προσαρμοστούν στο παιχνίδι της διαχείρισης του συστήματος εξουσίας και όχι της αλλαγής του. Η προσαρμογή αυτή έχει δύο όψεις: την προφανή, δηλαδή εκείνα τα κόμματα που έγιναν απολύτως συστημικά, και τη λιγότερο προφανή αλλά εξίσου σχεδόν καταστροφική: τις δυνάμεις του αριστερισμού και της εν τέλει ανώδυνης κριτικής και πολεμικής με το σύστημα. Μέσα σε αυτήν κατάσταση, το πρώτο καθήκον είναι η συγκροτημένη ιδεολογική, προγραμματική και οργανωτική δουλειά, προκειμένου να ανασυσταθεί ιδεολογικό πλαίσιο, πρόγραμμα και οργάνωση με στόχο και με ικανότητα συνολικής νίκης επί του υπάρχοντος συστήματος εξουσίας, του οικονομικού-κοινωνικού μοντέλου αλλά και μετασχηματισμού του σε ένα άλλο σύστημα και μοντέλο. Βασικό δε στοιχείο σε μια τέτοια διαδικασία είναι η διάκριση μεταξύ στρατηγικών και τακτικών στόχων.
Τρίτον, πρέπει, χωρίς να υποτιμούμε τον εκλογικό κύκλο, να ξεφύγουμε από αυτόν. Δεν χρειάζονται νέα κόμματα ή αλλαγή των υπαρχόντων, επειδή έχουμε ευρωεκλογές και ενόψει αυτών. Είναι καλό να είναι έτοιμες οι πολιτικές δυνάμεις ενόψει εκλογών αλλά δεν συγκροτούνται εξαιτίας αυτών. Ο Ελληνισμός χρειάζεται νέες πολιτικές δυνάμεις, επειδή ο κόσμος μετασχηματίζεται, επειδή η «Δύση» (ευτυχώς) ηττάται και επειδή ο καπιταλισμός καταστρέφει την ανθρωπότητα με πολλούς τρόπους. Όλα αυτά σημαίνουν ότι με δύσκολο και αιματηρό τρόπο ένας πολυκεντρικός κόσμος αναδύεται και ότι ο σοσιαλισμός αποτελεί θέμα επιβίωσης και ευημερίας για την ανθρωπότητα και για τον Ελληνισμό. Μέσα σε αυτήν τη διαδικασία θα υπάρξουν πολλές εκλογές. Φυσικά, αυτός δεν είναι λόγος ολιγωρίας. Είναι όμως κρίσιμο να αντιληφθούμε την πραγματική συγκυρία, τόσο ποσοτικώς (πόσο χρόνο μπορούμε να εκτιμούμε ότι έχουμε μπροστά μας) και ποιοτικώς (τι ορίζει πρωταρχικώς τη συγκυρία μέσα στην οποία δρούμε).
Τέταρτον, υπάρχει ένα βαθύ πολιτιστικό ζήτημα το οποίο βαραίνει την κάθε προσπάθεια και αφορά τη σχέση με τον λαό, ειδικότερα δε με την εργατική τάξη και με τα εκτεταμένα μικροαστικά στρώματα. Η σχέση δύσκολης συνύπαρξης οργανωμένων πρωτοποριών (όντως ή κατά φαντασία) και λαού, εργατικής τάξης, ενδιάμεσων στρωμάτων, τόσο ως θεωρητικών σχημάτων, όσο πολύ περισσότερο ως υλικών πραγματικοτήτων είναι γνωστή. Όταν ξεπερνιέται (όχι εύκολα, όχι συχνά) έχουμε επαναστάσεις ή τέλος πάντων, νίκες. Όταν επικρατεί η απόσταση και η αφ’ υψηλού κριτική ή η επιτηδευμένη θωπεία κάθε εκδήλωσης λαϊκότητας έχουμε ήττες και τραγελαφικές καταστάσεις. Ιδίως κόμματα μικροαστικών στελεχών και καριεριστών είναι πολύ δύσκολο να επικοινωνήσουν και ακόμα περισσότερο να «κολυμπήσουν» μέσα στον τόσο αντιφατικό, αλλά και τόσο ζωντανό λαό. Τα παραπάνω έχουν πάρει μια καταστροφική στροφή λόγω της προώθησης από τις ΗΠΑ και από συγκεκριμένα λόμπι (όχι κινήματα) της woke κουλτούρας, του δικαιωματισμού ή για να το πούμε πιο καθαρά ενός άκρατου, ταυτοτικού, υποκειμενισμού. Πρόκειται για μια καταστροφική κουλτούρα, η οποία ταυτοχρόνως αποθεώνει το φαντασιακό του υποκειμένου και την κάθε επιμέρους ταυτότητά του εις βάρος κάθε ευρύτερης και ουσιαστικότερης συλλογικότητας, ενώ το συντρίβει ως άτομο μέσα στην υλικότητα της πραγματικής ζωής, ωθώντας το εκτός φυσικού κόσμου εν τέλει. Διαλύει κάθε έννοια γενικής βούλησης και συνεκτικού πολιτικού σώματος. Σφετερίζεται κινήματα και τα μετατρέπει σε λόμπι. Καταργεί την ανάλυση και παροξύνει τη συγκίνηση και την κοινωνία του θεάματος. Παίρνει το επιμέρους και καπελώνει με αυτό το γενικό. Μπαίνει μέσα στις έννοιες και τις αποδιοργανώνει, ώστε να μην υπάρχει κανένας κοινός τόπος συζήτησης και άρα αλληλοκατανόησης. Είναι ο νέος, πουριτανικός νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος από δήθεν προοδευτική σκοπιά διαλύει κάθε επικίνδυνη για το σύστημα εξουσίας συλλογικότητα και έχοντας βρει σε φάση ιδεολογικού αποπροσανατολισμού την αριστερά, την αποδιοργανώνει περαιτέρω ορθώνοντας τείχη μεταξύ αυτής και του λαού.
Την ίδια στιγμή που μιλούμε στο όνομα του λαού και χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα για την τύχη του, τον αντιμετωπίζουμε συλλήβδην ως λούμπεν που δεν μπορεί να ερωτάται, να διαβουλεύεται να επηρεάζει μείζονος σημασίας αποφάσεις και πολιτικές για τους τρόπους κοινωνικής συγκρότησης όποτε δεν μας αρέσει τι πλειοψηφικώς πρεσβεύει. «Κολυμπάω» μέσα στο λαό δεν σημαίνει προσχωρώ σε κάθε αντίληψη η οποία φέρει μια ορισμένη λαϊκότητα. Αυτό είναι αντιδραστικός λαϊκισμός. Σημαίνει όμως ότι με τα λαϊκά στρώματα όντως συνομιλώ. Όντως έχω ανοιχτά αυτιά. Δεν κάνω κήρυγμα. Είμαι μέσα στο λαό και ως τμήμα του λαού θέλω να αλλάξω (με) τον εαυτό μου και άρα (μαζί με) τον υπόλοιπο λαό προς ανώτερες μορφές οργάνωσης και συνείδησης, αντιλαμβανόμενος παραλλήλως ότι το ξεθεμελίωμα της κοινωνικής οργάνωσης σε ορισμένες πτυχές του ιδίως, είναι ηλίθιο, αντιδραστικό, όχι προοδευτικό. Ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει ορίζουσες, ιστορικότητα, υλικότητα. Δεν μπορούμε να πειραματιζόμαστε με οποιοδήποτε από τα θεμελιακά του στοιχεία.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω στη σημερινή ζώσα πραγματικότητα του Ελληνισμού; Ότι χρειαζόμαστε ένα κίνημα και κόμμα μαζών, εθνικής και λαϊκής χειραφέτησης, ανασυγκρότησης, ανάπτυξης των δυνατοτήτων του λαού και δικαιοσύνης, επειδή ο κόσμος μετασχηματίζεται και είμαστε ως έθνος και λαός εντελώς ανέτοιμοι για τις αλλαγές που συντελούνται. Ένα κόμμα που θα θέσει ως στρατηγικά διακυβεύματα τον πολυκεντρικό κόσμο και τον σοσιαλισμό.
Χρειαζόμαστε εντός αυτών (πολύ συνοπτικώς και σχηματικώς μιλώντας) ασφαλή και ισχυρό Ελληνισμό, διεθνή πολιτική που δεν την υπαγορεύουν ξένοι πάτρωνες και ειδικότερα οι ΗΠΑ, κοινωνικά αγαθά για κάθε πτυχή της ζωής μας (άρα δραστηριότητες έξω από τον καπιταλισμό), λιγότερο χρόνο εργασίας, πολύ περισσότερες, καλύτερες και καλά αμειβόμενες δουλειές, πολύ περισσότερη και ποιοτικότερη ψυχαγωγία και ελεύθερο χρόνο, ασφάλεια στο κοινωνικό μας περιβάλλον που να εκτείνεται από την εργασία έως τις γειτονιές μας, λαϊκή συμμετοχή και κυριαρχία στο σχεδιασμό κάθε πτυχής της πολιτικής, φαντασία, την πραγματικότητα (και όχι μόνο την αίσθηση) ότι εμείς αποφασίζουμε για τις τύχες μας σε όλα τα επίπεδα, καλύτερο βιοτικό επίπεδο από οικονομικής απόψεως, προστασία της οικογένειας, ελευθερία για όλες και όλους, ένα οικονομικό μοντέλο το οποίο θα κινείται προς το σοσιαλισμό, προς την παραγωγή και μάλιστα εκείνη που καλύπτει τις ανάγκες των πολλών, κοινωνική χρήση των νέων τεχνολογιών, δημοσίους χώρους και δημόσιες υποδομές. Αυτά πρέπει να τα πάρουμε από τη σφαίρα της ρητορικής, να τα θεμελιώσουμε προγραμματικά και να τα κάνουμε παροντικές δράσεις με ριζοσπαστισμό και ρεαλισμό.
Δεν έχει κανένα νόημα να βερμπαλίζουμε ή να τάζουμε γιγάντια άλματα στο μέλλον, όταν ακόμα μπουσουλάμε. Δεν μπορείς να φύγεις για παράδειγμα από ΝΑΤΟ, Ε.Ε. και ευρώ σε μία μέρα, όταν δεν ξέρεις καλά-καλά, αν μπορείς να παράγεις τυφέκιο από εθνική βιομηχανία και τι συναλλαγματικά αποθέματα έχεις στην κεντρική σου τράπεζα. Μπορείς όμως να γίνεις ένα κακό μέλος του ΝΑΤΟ (όπως η Τουρκία για παράδειγμα) και ένας δύσκολος, μη προβλέψιμος εταίρος στην Ε.Ε., προετοιμάζοντας στον ορατό χρόνο το επόμενο βήμα. Η πορεία της εθνικής και λαϊκής χειραφέτησης είναι ένα πολύπρακτο έργο. Σε τακτικό επίπεδο θα έχει και συμβιβασμούς. Το ζήτημα είναι να μη διαρρηγνύεται η ειλικρίνεια της σχέσης κόμματος-λαού και να μην αμφισβητούνται οι στρατηγικοί στόχοι εξαιτίας της έντασης και της διάρκειας ων τακτικών επιλογών. Να μην έχουμε πισωγυρίσματα.
Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν μια νέα σχέση με τη λαϊκότητα. Το λούμπεν, οι αντιδραστικές τοποθετήσεις μέσα στο λαό, τα στερεότυπα, η ηττοπάθεια, οι προσωπολατρίες, η μοιρολατρία δεν αντιμετωπίζονται με τη βίαιη μεταφύτευση παρακμιακής, ξένης κουλτούρας, αποδόμησης. Οτιδήποτε χρονικώς μεταγενέστερο δεν είναι προοδευτικό. Υπάρχουν θεμελιακές αξίες που πρέπει να μείνουν στη θέση τους, γιατί αποτελούν ορίζουσες του ανθρωπίνου πολιτισμού. Είναι άλλο πράγμα οι ανάγκες (ατομικές και συλλογικές), η ελευθερία, τα δικαιώματα, τα κινήματα και διαφορετικό (αντίθετο) το άτομο που διεκδικεί να ορίσει το συλλογικό, τα λόμπι, η υποτίμηση ως παρωχημένων κωδίκων επικοινωνίας και συνύπαρξης που υπάρχουν εδώ και χιλιάδες χρόνια, η πουριτανική πολιτική ορθότητα, η δολοφονία χαρακτήρων όσων διαφωνούν με τη δική μας αντίληψη περί προοδευτισμού, ο ταυτοτισμός. Σε ένα λαό που διαβάζει ελάχιστα βιβλία, που δεν έχει πρόσβαση ουσιαστικώς στην τέχνη (γιατί έχουν δοθεί πολλά λεφτά, ώστε να χάσει την επαφή του με την ίδια του την κουλτούρα) πασχίζουμε να μεταφυτεύσουμε «ν» αριθμό φύλων και όχι την υπέρβαση του βιολογισμού, αλλά την κατάργηση της βιολογίας, απλώς και μόνο για τον ρίξουμε στην απόλυτη σύγχυση. Ήδη από την πανδημία (στην πραγματικότητα και από πιο πριν αλλά στην πανδημία τελειοποιήθηκαν οι τακτικές) μάθαμε να εξορίζουμε κάθε αμφισβήτηση στη σφαίρα είτε της ψυχιατρικής, είτε της «ψέκας», ό,τι και αν αυτό σημαίνει.
Όλα τα παραπάνω, τα οποία αποτελούν μικρό κομμάτι όσων θα απαιτηθούν στην πράξη, πρέπει να συγχρονιστούν με μια σειρά αντικειμενικών συνθηκών, οι οποίες δεν διατάσσονται από την όποια πρωτοπορία. Η κυρίαρχη ελπίδα ενός μέρους της αριστεράς είναι μια επανάληψη της μνημονιακής πραγματικότητας, ώστε τώρα να είμαστε έτοιμοι. Η ζωή είναι πολύ πιο σύνθετη και ενδιαφέρουσα. Η κορύφωση της κρίσης θα ενσκήψει με διαφορετικούς τρόπους και πιθανότατα με άλλους καταλύτες. Για να είμαστε έτοιμοι, πρέπει πέρα από το ιδεολογικό πλαίσιο να είμαστε παρόντες στην καθημερινότητα του λαού, μέσα από μικρότερες αλλά κρίσιμες νίκες: το φοιτητικό κίνημα, τα συνδικάτα, τα πανεπιστήμια, ο πολιτισμός, η αυτοδιοίκηση, ο χώρος του αθλητισμού, τα κινήματα καταναλωτών, οι επαγγελματικές ενώσεις είναι οι χώροι παρέμβασης και ζύμωσης. Για παράδειγμα, η διαμόρφωση μιας σταθερής και ισχυρής φοιτητικής και συνδικαλιστικής παράταξης αξίζει πολύ περισσότερο από μια πρόσκαιρη επιτυχία στις ευρωεκλογές. Η μάχη κατά των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι πολύ πιο ουσιώδης από μια προεκλογική σύγκρουση (στην παρούσα φάση).
Με άλλα λόγια: ναι χρειαζόμαστε κόμμα-κίνημα. Είναι καλό να προλάβουμε και τις επερχόμενες εκλογές. Κρισιμότερο όμως είναι να δουλέψουμε με συνέπεια πάνω στα θεμελιακά ζητήματα. Ένα κόμμα που θα γεννηθεί μέσα από διεργασία πολιτισμικής και ιδεολογικής ηγεμονίας στους μαζικούς χώρους χρειαζόμαστε, όχι μια συμφωνία στελεχών. Όχι στις κοινοτοπίες και στις επαναλήψεις. Ναι, στη δουλειά με βάθος και με ριζοσπαστισμό που όντως μπορεί να ανατρέψει το σύστημα εξουσίας.
Αντί λοιπόν να κάνουμε ενόψει ευρωεκλογών μια από τα ίδια ας αποπειραθούμε κάτι διαφορετικό: μέσα στις επόμενες εβδομάδες να πάμε στα πανεπιστήμια και σε χώρους δουλειάς σε πρώτη φάση, στήνοντας μια συγκροτημένη ιδεολογική και προγραμματική συζήτηση, μια σειρά από συνεδριακές-κινηματικές διαδικασίες με ανοιχτή συζήτηση, πάνω σε ορισμένα βασικά ερωτήματα και με βάση τις απαντήσεις σε αυτά να προχωρήσουμε στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση του επομένου βήματος: ενός κινήματος-κόμματος που θα συμβάλλει στο να οδηγήσει τον Ελληνισμό στη νέα εποχή που βρίσκεται υπό διαμόρφωση.
Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ