Με τη συμπλήρωση, την εβδομάδα που πέρασε, 100 ημερών εφιαλτικού πολέμου στη Γάζα, το Ισραήλ δεν είχε πετύχει κανέναν από τους διακηρυγμένους στόχους του, ενώ οι φλόγες της σύγκρουσης επεκτείνονταν σε ένα μεγάλο γεωγραφικό τόξο, από τον Λίβανο, τη Συρία και την Ερυθρά Θάλασσα, μέχρι το Ιράκ, το Ιράν και το Πακιστάν.
Στους τρεισήμισι μήνες των επιχειρήσεων, ο ισραηλινός στρατός κατάφερε να απελευθερώσει μόνο μία από τους ομήρους της Χαμάς, ενώ σκότωσε κατά λάθος τουλάχιστον τρεις από αυτούς (πέντε, αν πιστέψουμε το τελευταίο σχετικό βίντεο των ισλαμιστών). Παρά τα πλήγματα που έχει υποστεί, η οργάνωση διατηρεί την ηγεσία της στη Γάζα αλώβητη και την ιεραρχική δομή της λειτουργική. Αν και ο υπουργός Αμυνας Γιόαβ Γκάλαντ είχε ανακοινώσει την απόσυρση αρκετών ισραηλινών δυνάμεων, υποστηρίζοντας ότι οι μαχητικές δυνατότητες της Χαμάς είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί στη βόρεια Γάζα, από την περασμένη Τρίτη υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν, καθώς δέχονταν αλλεπάλληλα πλήγματα ακόμη και από τις πιο κοντινές στα ισραηλινά σύνορα πόλεις (Μπέιτ Λάχια, Μπέιτ Χανούν). Ο εκπρόσωπος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζον Κίρμπι αμφισβήτησε τη δυνατότητα του Ισραήλ να εξαλείψει τη Χαμάς, εκτιμώντας ότι θα έχει κάποια παρουσία και ρόλο στη Γάζα την επομένη του πολέμου. Με τους επίσημα αναγνωρισμένους νεκρούς Ισραηλινούς στρατιώτες να έχουν φτάσει τους 527 από τις 7 Οκτωβρίου, το τίμημα γίνεται ολοένα και βαρύτερο.
Στο ίδιο διάστημα, οι νεκροί από πλευράς Παλαιστινίων ξεπέρασαν τις 25.000, ενώ 7.000 είναι οι αγνοούμενοι και 1,9 εκατ., το 85% του πληθυσμού, οι εκτοπισμένοι. Απόρρητο έγγραφο αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας, που επικαλείται η γαλλική Le Monde, αναφέρει ότι στις έξι πρώτες εβδομάδες του πολέμου το Ισραήλ έριξε στη Γάζα 29.000 βόμβες μέχρι και ενός τόνου – περίπου όσες έριξαν οι Αμερικανοί το 2003 στο Ιράκ, σε μια έκταση χίλιες φορές μεγαλύτερη. Η μεσαιωνικού τύπου πολιορκία της Λωρίδας έχει ως αποτέλεσμα να λιμοκτονεί το ένα τέταρτο των Παλαιστινίων και να πεινάνε πρακτικά όλοι, όπως κατήγγειλαν την Τετάρτη ειδικοί εισηγητές του ΟΗΕ.
Ρεπορτάζ της Wall Street Journal ανέφερε, την περασμένη Τετάρτη, ότι το τριμελές πολεμικό διευθυντήριο του Ισραήλ έχει παραλύσει εξαιτίας των σοβαρών αντιθέσεων για τα δύο καίρια θέματα: τις αναγκαίες κινήσεις για την απελευθέρωση των ομήρων και την επόμενη ημέρα στη Γάζα. Ο εκ των ηγετών της αντιπολίτευσης Μπένι Γκαντς, που μπήκε στην κυβέρνηση χάριν της εθνικής ενότητας (και για να ανατρέψει τον Νετανιάχου, όταν του δοθεί η ευκαιρία), προτείνει διαπραγμάτευση με τη Χαμάς για τους ομήρους, κάτι που δεν θέλουν να ακούν ούτε ο Γκάλαντ ούτε ο πρωθυπουργός του. Παράλληλα ο Γκάλαντ, που έχει τις δικές του πολιτικές φιλοδοξίες, αν και ανήκει στο κόμμα Λικούντ του Νετανιάχου, εισηγείται παλαιστινιακή διοίκηση της Γάζας με παρουσία διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης, ενώ ο πολιτικός του προϊστάμενος, για να μη χάσει τη στήριξη της Ακροδεξιάς, δήλωσε την Πέμπτη ότι δεν θα δεχθεί σε καμία περίπτωση παλαιστινιακό κράτος και πως δεν πρόκειται να υποκύψει στις πιέσεις της Ουάσιγκτον επ’ αυτού.
Χωρίς στρατηγική εξόδου η κυβέρνηση Νετανιάχου, πιεστικά διλήμματα για τον Τζο Μπάιντεν σε μια δύσκολη, εκλογική χρονιά.
Ηδη οι Αμερικανοί έχουν εμπλακεί σε στρατιωτική σύγκρουση με έναν άλλον εκπρόσωπο του φιλοϊρανικού «Αξονα της Αντίστασης», τους Χούθι της Υεμένης. Παρά τα αλλεπάλληλα ναυτικά και αεροπορικά πλήγματα των ΗΠΑ το τελευταίο δεκαήμερο, οι Χούθι συνεχίζουν να εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον πλοίων ισραηλινών ή δυτικών συμφερόντων στην Ερυθρά Θάλασσα. Η ισχυρή σιιτική πολιτοφυλακή άντεξε επί εννέα χρόνια τους σαρωτικούς βομβαρδισμούς της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της στον εμφύλιο της Υεμένης, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι Αμερικανοί δεν διαθέτουν εύκολη λύση. Ενδεχόμενη αποστολή χερσαίων δυνάμεων στην περιοχή θα αποτελούσε πράξη πολιτικής αυτοκτονίας για τον Τζο Μπάιντεν, τη στιγμή που ξεκινάει ο δύσκολος μαραθώνιος των προεδρικών εκλογών.
Τριπλό μέτωπο
Η πιο επικίνδυνη εξέλιξη ήταν η ευθεία στρατιωτική εμπλοκή του Ιράν, το οποίο τις τελευταίες ημέρες βομβάρδισε εχθρικούς στόχους σε τρεις γειτονικές χώρες: δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους στο Ιντλίμπ της Συρίας, «σταθμό της (ισραηλινής υπηρεσίας) Μοσάντ» στο Αρμπίλ του ιρακινού Κουρδιστάν και βάση της σουνιτικής, εξτρεμιστικής οργάνωσης Jaish al Adl στο Βαλουχιστάν, νοτιοδυτική επαρχία του Πακιστάν, μιας χώρας που διαθέτει πυρηνικά όπλα. Απαντώντας, το Πακιστάν έπληξε στόχους της αποσχιστικής οργάνωσης «Απελευθερωτικός Στρατός του Βαλουχιστάν» στη γειτονική, ιρανική επαρχία Σιστάν – Βαλουχιστάν. Σημειώνεται ότι η γεωγραφική – ιστορική περιοχή του Βαλουχιστάν είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε Πακιστάν, Ιράν και Αφγανιστάν, με αποσχιστικά κινήματα να ταλαιπωρούν τις δύο πρώτες χώρες εδώ και 20 χρόνια.
Σε πρώτη ματιά, το Ιράν μοιάζει να πυροβολεί τα πόδια του όταν εξαπολύει πλήγματα εναντίον τριών γειτονικών χωρών. Στη Συρία έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τον πρόεδρο Μπασάρ αλ Ασαντ, για τη διάσωση του οποίου οι Φρουροί της Επανάστασης έπαιξαν κεντρικό ρόλο στον συριακό εμφύλιο. Το ίδιο συνέβη στο σιιτικό Ιράκ, το Κοινοβούλιο του οποίου μόλις προ ημερών πήρε απόφαση για την απομάκρυνση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα. Αλλά και με το κατά πλειοψηφία σουνιτικό Πακιστάν, το Ιράν είχε αρκετά καλές σχέσεις –μάλιστα, το Ισλαμαμπάντ μεσολαβούσε στη διένεξη μεταξύ Τεχεράνης και Ριάντ– παρά τις όποιες τριβές. Υποπτεύεται κανείς ότι εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες ώθησαν σε αυτές τις παράτολμες ενέργειες την ιρανική ηγεσία, η οποία αισθάνεται ανασφαλής ύστερα από τις μεγάλες αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις του 2022 και εκτεθειμένη λόγω των πρόσφατων τρομοκρατικών ενεργειών επί ιρανικού εδάφους, που κόστισαν τη ζωή 100 ανθρώπων.
Γεγονός είναι ότι, όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στη Γάζα, οι πιθανότητες ευρύτερων περιφερειακών συγκρούσεων αυξάνονται μέρα με τη μέρα. Σε αυτό το φόντο, ο Τζο Μπάιντεν καλείται να βρει τη στενή δίοδο ανάμεσα σε διαδοχικές Συμπληγάδες: πώς να σταματήσει ο πόλεμος στη Γάζα με τρόπο που θα μπορεί να παρουσιαστεί ως μια κάποια νίκη για το Ισραήλ και πώς να απαλλαγεί από τον Νετανιάχου χωρίς να χάσει την απολύτως αναγκαία, σε χρονιά εκλογών, υποστήριξη του ισραηλινού λόμπι. Η ώρα των πολύ δύσκολων αποφάσεων έχει φτάσει – αν δεν έχει περάσει κιόλας.
* Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε το 1959 στην Αθήνα. Σπούδασε στο Φυσικό Τμήμα του πανεπιστήμιου της Αθήνας, εργάστηκε ως μεταπτυχιακός υπότροφος- ερευνητής στο ερευνητικό κέντρο “Δημόκριτος” και έγινε διδάκτορας Θεωρητικής Φυσικής. Με τη δημοσιογραφία ασχολείται επαγγελματικά από το 1990. Εργάστηκε στις εφημερίδες Δημοκρατικός Λόγος και Νίκη, στο περιοδικό ΕΝΑ, στον ραδιοσταθμό ΩΧ FM και στους τηλεοπτικούς σταθμούς STAR και SKY ως συντάκτης του πολιτικού ρεπορτάζ, αρθρογράφος και αρχισυντάκτης ενημερωτικών εκπομπών. Από το 1998 εργάζεται στην εφημερίδα Καθημερινή ως συντάκτης του διεθνούς ρεπορτάζ. Έχει γράψει οκτώ βιβλία που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Λιβάνης και Τόπος, ενώ έχει συνεργασθεί σε συλλογικά έργα. Μιλά ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά.