Του Κώστα Πρώιμου
To επίπεδο των δημοσιογράφων είναι χαμηλό στην Ελλάδα. Αυτή είναι μια διαπίστωση που έστω και με σοβαρή καθυστέρηση έχει αρχίσει να γίνεται κοινή. Ασφαλώς ο τεράστιος Νταλάρας σαν να άνοιξε τον δρόμο προσφάτως μιας και τους ξεφώνισε ευθέως αφού με βίαιο τρόπο επιχείρησαν να τον βάλουν στο παιχνίδι του «ίσα και όμοια» με κάτι γατάκια που νιαουρίζουν και ξεσηκώνουν στις συναυλίες κάτι αλαφρούληδες και αλαφρούλες ως γνήσιους εκφραστές μικροαστικών καταβολών και πεποιθήσεων. (Τυχερέ Κυριάκο.)
Οι αστραφτεροί κομπάρσοι του υπέρλαμπρου συστήματος μαζικής κατανάλωσης και του ρηχού στίχου του τύπου «δεν είμαι τίποτα αν δε με αγαπήσεις και στα δυο σου χέρια αν δε με κρατήσεις», ή το άλλο «πίνω – πίνω και μεθώ και για σένα τραγουδώ», «θα πεθάνω σου το λέω, θα πεθάνω στο τιμόνι μου απάνω», κάτι εμετικά συνήθως ελαφρολαϊκά όπως κατατάσσονται στην καθομιλουμένη. Τραγουδάκια ως επί το πλείστον για προβληματικούς τύπους ανθρώπων που έχουν «κολλήσει» στο μυαλό τους με την ωραία της γειτονιάς η οποία εις πείσμαν δεν τους θέλει και πρέπει να σβήσουν στο ουίσκι τα σημάδια και κάτι τέτοιες σάχλες. Το συκωτάκι σου το ρώτησες φίλε μου που δεν το σβήνεις παρά το «ανάβεις» από τα μπουκάλια που κατεβάζεις κάθε βράδυ; Λες και αυτά είναι τα σοβαρά προβλήματα της ζωής. «Μωρό μου σόρρυ» μα έχω βρει καλύτερο αγόρι». Αυτό το πολυδιάστατο άσμα εδώ που τα γράφουμε θα μπορούσε να ικανοποιεί ακόμη και τις πιο σύγχρονες και απαιτητικές σεξουαλικο – κοινωνικές προτιμήσεις. Ας αφήσουμε όμως τα σεξιστικά υπονοούμενα έστω και υπό μια χιουμοριστική οπτική και ας προχωρήσουμε στο παρασύνθημα.
Ο Νταλάρας αν και παραμένει τεράστιος και θρυλικός ερμηνευτής διεθνούς ακτινοβολίας εντούτοις δεν «πουλά» μήτε πουλούσε σύμφωνα με τα καταναλωτικά πρότυπα που επέβαλε το αχαλίνωτο καπιταλιστικό μοντέλο του τύπου «φάτε, πιείτε μέχρι να σκάσετε και αγοράστε μέχρι να χρεοκοπήσετε!». Δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί στη μία το πρωί πάνω στην πίστα ο Γιώργος Νταλάρας και να αρχίσουν να «φεύγουν» οι δεσμίδες με τα μαύρα λεφτά και οι επιδοτήσεις υπό τη μορφή χιλιάδων καλαθιών με λουλούδια. Δε θα άδειαζαν τα μπουκάλια με το ακριβό ουίσκι ή τη σαμπάνια στο λεπτό ωσάν να ήταν φιάλες με νεράκι και στο τραπέζι να κάθονταν διψασμένοι περιηγητές της ερήμου. Δεν «έφτιαχνε» με σαχλά στιχάκια και σκηνική παρουσία σαλτιμπάγκου ο Νταλάρας τα καψουρεμένα πλήθη. Δε θα ήταν ο Νταλάρας σε αυτή την περίπτωση. Τι να έλεγε ο φουκαράς λιμοκοντοράκος στην ωραία και μοιραία που του είχε γυαλίσει; Πάμε απόψε στον Νταλάρα; Πέτρες θα του πετούσε. Ακόμη και οι παλαιότεροι διασκεδαστές της δεκαετίας του ’70 και ’80 του ελαφρολαϊκού είχαν μια στιβαρότητα ρε παιδί μου και ας ήταν οι πρώτοι που έβαλαν πλάτη στον υπερκαταναλωτισμό.
Πιστεύετε ότι θα δούλευαν πυρετωδώς τα κοσμηματοπωλεία ή τα κυριλέ ρουχάδικα, τα λουλουδάδικα, τα hotel της ξεπέτας αν δεν υπήρχαν οι ναοί του εφήμερου έρωτα; Πώς θα σε αγαπούσε τότε η «καλή σου» αν δεν την έκανες βασίλισσα; Με τα κοσμήματά της, τα σινιέ ρουχαλάκια της, τις φιρμάτες τσαντούλες της, τα μπουζούκια της και τα τριήμερά της. Τι να σου κάνει ο Νταλάρας; Ο άνθρωπος ήταν σπουδαίος ερμηνευτής όχι καραγκιοζάκος τροβαδούρος της σάχλας του ανδρός ή της γυναικός που σέρνονται στα πατώματα για να ζήσουν λίγες ώρες μέσα σε μια ψυχολογική ψευδαίσθηση. Με δεκανίκια μας ήθελαν να περπατάμε, δεν ήμασταν άξιοι αν δε στηριζόμασταν συναισθηματικά πάνω στον διπλανό «θεό μας». Έτσι δεν ήταν στημένο το κόλπο; Να μη διαθέτουμε προσωπικότητα και να πρέπει να τα ακουμπάμε για το παραμικρό; Και αν δεν είχαμε δανειζόμασταν χωρίς δεύτερη σκέψη και παρακαλώ με σχετική ευκολία τότε..
Πάντως να το θυμάστε πως θα επιχειρήσουν στο εγγύς μέλλον να εξαφανίσουν ακόμη και τα ηλεκτρονικά αρχεία όλων των μεγάλων του τελευταίου μισού αιώνα και βάλε. Καζαντζίδη, Νταλάρα, Χατζή, Βοσκόπουλου, Διονυσίου, Μαργαρίτη, Μαρινέλλας, Βιτάλη, Αλεξίου και άλλων πολλών υψηλού επιπέδου ερμηνευτών. Αν και έκαστος στο είδος του οι στίχοι τους είχαν κοινά γνωρίσματα δεδομένου πως ήταν ανθρώπινοι και υμνούσαν την αξιοπρέπεια που δικαιούνταν ακόμη και οι χαμένοι του ερωτικού παιχνιδιού ή της ζωής. Τους βολεύει πολύ να χαθούν λαϊκά και μεγάλης ποιητικής έμπνευσης αριστουργήματα ώστε να ολοκληρώσουν το εργάκι τους. Ανθρώπους «καμένους» εγκεφαλικά και απόλυτα ελεγχόμενους σε όλες τους τις ψυχοσωματικές πτυχές επιθυμούν στη δούλεψή τους. Να σιγοψιθυρίζουμε και να υμνούμε την κατάντια μας με ασυναρτησίες περιφερόμενοι σαν τα ζόμπι πρωί, μεσημέρι και βράδυ, πρόθυμοι να ακολουθήσουμε τις ακραίες και εξευτελιστικές προσταγές τους. Αυτό επιχειρούν με γοργούς ρυθμούς πλέον.
Πώς να μην είναι επομένως χαμηλό το επίπεδο της δημοσιογραφίας μέσα σε αυτό το σκηνικό; Αν και το ορθό ερώτημα θα ήταν το εξής: Υπάρχει πλέον δημοσιογραφία στη χώρα μας; Και ποιο είναι το… μέλλον της;
Θυμάμαι το ξεκίνημά μου στην «ΩΡΑ ΓΙΑ ΣΠΟΡ» του Ευάγγελου Αθ. Σέμπου το 1993. Μάθαινα τη δουλειά ως πιτσιρικάς και στο εξάμηνο μου εμπιστεύτηκαν ένα δίστηλο. Τότε δεν υπήρχαν ούτε σάιτς, ούτε μπλόγκς, ούτε τικ- τοκς, μόνο χοτ – ντογκς. Οι έντυπες εφημερίδες είτε αθλητικές είτε πολιτικές ήταν κραταιές στην καθημερινή ενημέρωση, με αυτοκράτειρα ήδη την τηλεόραση. Λέτε να τολμούσα να πω ότι είμαι δημοσιογράφος; Στην ηλικία των δεκαεννιά; Σε έσκιζαν επί τόπου με την καζούρα οι παλαιότεροι. Και ας έγραφες σε ακόμη τρία πανελλαδικής κυκλοφορίας έντυπα. Ήθελες «πολλά ψωμιά να φας» και πολλά παλούκια να πηδήσεις για να αποτολμήσεις να συστηθείς ως δημοσιογράφος. Σήμερα; Ο κάθε τυχάρπαστος που «ανεβάζει» ένα σάιτ στο διαδίκτυο με είκοσι πέντε ευρώ τον μήνα ίντερνετ και δημοσιεύει δελτία τύπου ή γράφει μπούρδες με το καλημέρα της ενασχόλησής του συστήνεται στην πιάτσα ανενδοίαστα και με ένα ανερμάτιστο τουπέ ως δημοσιογράφος. (Τι λε ρε παιδί μου!)
Στους περισσότερους από δαύτους που περιέγραψα παραπάνω αν και υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις πάντα στον κανόνα η χοντρή πλάκα που μπορεί κάποιος να τους κάνει είναι μία: Να τους προκαλέσει σε έναν διαγωνισμό γραφής ενός θέματος, σε μια αίθουσα χωρίς κινητά, δίχως υπολογιστές, μόνο με ένα στυλό και μια κόλλα χαρτί. Ε, μετά θα ακολουθήσει η επιβράβευση με πούπουλα και πίσσα για το καλό της αναγνώρισης της αξίας και του ταλέντου τους, να είστε σίγουροι. Άκου δημοσιογράφος! Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’90 όλοι αυτοί δε θα μπορούσαν ούτε ως τουρίστες να μπουν σε εφημερίδες, σε ραδιόφωνα ή κανάλια. Πόσο μάλλον να καταφέρουν χωρίς τεχνολογική βοήθεια να συντάξουν άρθρο ή να κάνουν πραγματικό ρεπορτάζ.
Εξάλλου η δημοσιογραφία είναι κάτι το πολύ απλό μα και εξαιρετικά δύσκολο συνάμα. Δεν προσπαθεί κάποιος να ανακαλύψει εξωπλανήτες μεν αλλά… και να έχεις τη δύναμη και την κατάρτιση ώστε να φτάνεις στην αλήθεια πίσω από το κάθε τι δεν είναι και λίγο… Ή να προβάλεις πολιτικά, κοινωνικά και επαγγελματικά πρότυπα που αληθώς ανοίγουν τον δρόμο σε πιο πολιτισμένες και δίκαιες κοινωνίες. Δεν τα έχουν διδαχτεί αυτά τα παιδάκια που παριστάνουν τους δημοσιογράφους γιατί προφανώς οι σχολές τους τα έχουν αφαιρέσει από τη διδακτέα τους ύλη. Πώς να περιμένεις από τον εκ γενετής τυφλό να σου περιγράψει το άσπρο χρώμα; Όταν ο Νταλάρας τους είπε «δε ντρέπεστε με αυτό που κάνετε;» με φοβερό θράσος και αυθορμητισμό «ανταπάντησαν» πως απλά κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό πραγματικά πιστεύουν τα έρημα μην τα παρεξηγείτε. Αυτή είναι η ερμηνεία τους και μέχρι εκεί φτάνει ο ορίζοντας της αντίληψής τους για τη «δημοσιογραφία» την οποία έχουν… παρα – διδαχτεί από «κάποιους», γι’ αυτό άλλωστε οικτρά αυταπατώνται ότι την υπηρετούν…