Του Κωνσταντίνου Σχοινά
Καθόμουν στὴν προκυμαία κάποια ἡμέρα, πρὸ τῆς πτώσεως τῆς θερμοκρασίας. Ἦσαν ἀφύσικες, ἀλλὰ ἰδανικὲς συνθῆκες γιὰ νὰ χαζεύεις τὸ success story, μὲ τὰ πλοῖα νὰ μπαινοβγαίνουν στὸν λιμένα. Καθὼς ἀνέμενα τὴν παρέα μου νὰ φανεῖ, πλῆθος ἄλλων ἡδονοβλεψιῶν τοῦ ἡλιοβασιλέματος ἔκαμε στάση τριγύρω μου, μετὰ ἔφευγε γιὰ νὰ ξανασταματήσει καὶ οὔτω καθεξῆς.
Εἶπαν κάποιοι πιτσιρικάδες, ποὺ στάθηκαν ξοπίσω μου:
– Ῥε σεῖς, λένε οἱ παλιοὶ ὅτι σῆμα κατατεθὲν τῆς Θεσσαλονίκης εἶναι ἡ ὀμίχλη καὶ τέτοια. Ὅλο τὸν χειμῶνα μιὰ μέρα ἔκανε ὀμίχλη καὶ κράτησε κάνα δίωρο.
– Φίλε, διαφάνεια παντοῦ! Στὸ ἔχω πεῖ. Κάναμε ἀέρα κι ἔφυγε ἡ χολέρα.
– Ἐσεῖς φταῖτε γιὰ τὴν κλιματικὴ ἀλλαγή, δηλαδή;
– Ἄμα ἔχεις πρόγραμμα, ἔτσι εἶναι, ἔχεις καὶ παράπλευρες ἀπώλειες. Καὶ τώρα θὰ βάλουμε ἀνεμογεννήτριες παντοῦ, νὰ λύσουμε τὸ πρόβλημα καὶ νὰ κυκλοφορήσει καὶ τὸ χρῆμα. Σταθερὰ βήματα μπροστά.
Ἤξερα ὅτι καθένας φτιάχνει θεωρίες γιὰ τὰ οἰκονομικά, ἀλλὰ πλέον ὁ κόσμος ἔχει ξεφύγει ὁλότελα, σκέφτηκα. Μετὰ ἀπὸ λίγο στάθηκε ἕνα ἑτερόφυλο ζεῦγος πολὺ πλησίον μου, τόσο ποὺ ἦτον ὁλοφάνερο ὅτι τὰ παιδιὰ δὲν ἔβλεπαν μπροστά τους λόγῳ ἔρωτος. Τέλος πάντων, ἀφοῦ ἐκοντεύσαμε ὅλοι μαζὶ νὰ πλατσουρίσουμε στὰ σιρόπια, ἔπιασαν καὶ νὰ μιλοῦν. Το πρῶτον ἡ νεαρά:
– Ἔπρεπε, μωρό μου, νὰ πᾶμε ἕνα ταξιδάκι ἐξωτερικὸ αὐτὲς τὶς μέρες. Κοίτα τί ὡραῖος καιρός!
– Ἐεεμ… Στὴν Εὐρώπη ἔχει κρύο, ὅμως, καὶ χιόνια. Καὶ ἀφοῦ πήγαμε τὰ Χριστούγεννα… Πάλι ταξίδι;
– Ἐ, ναί, γιατὶ ὄχι;; Καὶ ἀς πηγαίναμε στοὺς Χούθι τώρα, νὰ τοὺς βλέπαμε κάνοντας σαφάρι στὴν ἔρημο, ποὺ βοηθᾶνε τοὺς καημένους τοὺς Παλαιστίνιους.
Ὁ φίλος ἔμεινε κάγκελο, ὀλίγον σὰν νὰ ἐπεχείρησε νὰ τσεκάρει μήπως ἀκούω καὶ προσπάθησε -μὲ ἀμφίβολη ἐπιτυχία- νὰ ἐπαναφέρει στὴ λογικὴ τὴν πιτσιρίκα. Ἀφοῦ ἐν τέλει τὴν ἔπεισε τουλάχιστον γιὰ τὴν ἐπικινδυνότητα τοῦ ἐγχειρήματος, συνέχισε νὰ ἀποκλείει καὶ περισσότερο προσιτοὺς προορισμούς. Ἰδίως γιὰ τὶς μικρὲς πόλεις τῆς Ἰταλίας, ποὺ ἐκείνη ἐπρότεινε, μετὰ μαεστρίας ποὺ θὰ ζήλευε καὶ ὁ Ἀντόνιο Βιβάλντι, ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι τόσο συγκινητικὲς καὶ ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ κάνουν μάγκες τοὺς Ἰταλούς… Ὅταν προσπάθησε νὰ τὸν τσιγκλίσει, ῥωτῶντας τον ἄν καὶ τὸ Μιλάνο εἶναι μικρὴ πόλη, δυσκολεύτηκε νὰ ἀποδομήσει καὶ τὴν πρωτεύουσα τῆς μόδας, ὡστόσο κατέβαλε ἡρωικὲς προσπάθειες, ποὺ ἴσως κάποτε νὰ μνημονευθοῦν. Στὸ τέλος δὲν ἄντεξε καὶ τῆς ἐξήγησε:
– Ξέρεις, ὁ προϋπολογισμός σου ἔχει πέσει ἔξω τελευταία καὶ φταίω κι ἐγώ. Θὰ μὲ κράξουν οἱ γονεῖς σου.
– Ὤχ, μιλᾶς τώρα σὰν πρωθυπουργὸς καὶ μὲ ξενερώνεις.
– Δηλαδὴ, ἄμα περιμένουμε μέχρι τὸ Πάσχα, τί θὰ πάθουμε;
– Τὸ Πάσχα; Τὸ Πάσχα θὰ μᾶς τρέχουν οἱ δικοί σου στὸ χωριό, σιγὰ μὴν πᾶμε Μιλάνο. Καὶ δὲν τὰ μπορῶ αὐτὰ μὲ τὶς παραδοσιακὲς οἰκογένειες, τὰ βαριέμαι.
Σὲ μιὰ ἄνευ προηγουμένου κίνηση ἀπογνώσεως, ὁ τύπος ἦρθε καὶ ἐκόλλησε ἐπάνω μου, μοῦ ἔπιασε τὸν ὦμο καὶ μοῦ ἔλεγε κάτι ἀλαμπουρνέζικα. Κατέφθασε καὶ ἡ παρέα μου, στὸ μεταξὺ, καὶ δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ καὶ τί να κάμω…
Τὸ ἑπόμενο πρωὶ μοῦ λέγανε ὅτι πάλι ἐξύπνησα στὸ καλύτερο σημεῖο, διότι λογικῶς κάποιο τριήμερο στὶς Σπέτσες θὰ ἀκολουθοῦσε ὡς ἐξέλιξη καὶ θὰ ἦτον εὐκαιρία νὰ περιηγηθῶ εἰκονικῶς -ἔστω ὑπὸ ἀφόρητα ἀνορθόδοξες συνθῆκες- στὴν νῆσο τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ! Δὲν διασκέδασα καὶ πολὺ μὲ τὶς ἑρμηνεῖες, μόνο ἀποφάσισα νὰ τρώγω ἐλαφρύτερα τὶς νύκτες!