Σε ταραγμένα εσωκομματικά «νερά» η Νέα Δημοκρατία και μετά την συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος επέμεινε στα περί «τουρκικής» μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Μετά τις βολές του Αντώνη Σαμαρά και για τα ελληνοτουρκικά, ο Κώστας Καραμανλή αφήνει αιχμές για τους χειρισμούς της κυβέρνησης κατά την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα.
«Στη Θράκη, στο Αιγαίο, στην Κύπρο κρίνεται η αντοχή του ελληνισμού. Και κατ’ επέκταση η ευθύνη και η μοίρα όλων μας» είπε ο πρώην πρωθυπουργός και ηγέτης της δεξιάς παράταξης τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι «η ειρήνη δεν εξαγοράζεται με παραχώρηση κυριαρχίας. Ούτε με ασαφείς διατυπώσεις που επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες, ικανές να ενθαρρύνουν την Τουρκία – ή οποιονδήποτε σύμμαχο, εταίρο ή τρίτο – να νομίσει ότι, με αντίτιμο την μείωση της έντασης, είμαστε πρόθυμοι να ενδώσουμε σε αξιώσεις ή πιέσεις εις βάρος της εθνικής μας κυριαρχίας και αξιοπρέπειας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων. Ούτε, βέβαια, του αυτονόητου δικαιώματος άμυνας και αποτροπής για κάθε σπιθαμή ελληνικού εδάφους».
Σε ομιλία του σε βιβλιοπαρουσίαση του Μανώλη Κοττάκη στην Αλεξανδρούπολη ο κ. Καραμανλής υπογραμμίζει πως η Ελλάδα πρέπει, όταν προσέρχεται στον όποιο διάλογο με την Τουρκία να είναι πρώτα ξεκάθαρη ως προς το τι συζητά και ποια πράγματα μπορεί να διαπραγματευτεί. «Ακούω ότι έχει και η Τουρκία δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Κανένας δεν αρνήθηκε τα δικαιώματα της Τουρκίας. Τα δικαιώματα εκείνα, όμως, που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και από τις Διεθνείς Συνθήκες και όχι αυτά που διεκδικεί η ίδια με τις θεωρίες περί γκρίζων ζωνών και τις φιλοδοξίες της περί Γαλάζιας Πατρίδας ή συνόρων της καρδιάς της».
Σε αυτό το πλαίσιο εξήγησε πως «τον τελευταίο καιρό, γνωστοί κύκλοι επιχειρούν, με την ευκαιρία της επανέναρξης του ελληνοτουρκικού διαλόγου, να επαναφέρουν ζήτημα αναγνώρισης της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ως τουρκικής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ υπάρχουν τρεις εθνοτικές ομάδες και το μέλος της κάθε μιας απ’ αυτές μπορεί να επικαλείται την εθνοτική του καταγωγή, τουρκική, πομακική ή ρομά, στο πλαίσιο του ατομικού αυτοπροσδιορισμού. Αλλά δεν μπορεί κανείς σκόπιμα και εκ του πονηρού να συγχέει Συνθήκες που αφορούν τα σύνολα, όπως η Συνθήκη της Λωζάνης, με Συνθήκες και πρόνοιες που αφορούν τα άτομα και τα ατομικά δικαιώματα».
Σε άλλο σημείο επεσήμανε πως «ασφαλώς και πρέπει να επιδιώκουμε την ειρήνη και τη συνεργασία με την Τουρκία. Είναι μια χώρα που η γεωγραφία ορίζει πως πρέπει να ζούμε μαζί της ως γείτονες. Είναι θετικό όταν το κλίμα στις μεταξύ μας σχέσεις, από έντονα συγκρουσιακό, κινείται στην κατεύθυνση της ύφεσης. Και, ασφαλώς, πρέπει να εξαντλήσουμε την όποια ευκαιρία παρουσιαστεί για επίλυση της διαφοράς μας για την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Η Ελλάδα έχει αποδείξει, εδώ και πολλά χρόνια, την ειλικρίνεια και την ετοιμότητά της για ειρηνική επίλυση της διαφοράς αυτής, στη βάση πάντα του Διεθνούς Δικαίου».
Ωστόσο, όπως ανέφερε, «για οτιδήποτε άλλο από όσα θέτει η Τουρκία, τα πράγματα είναι λυμένα, ξεκάθαρα και διευθετημένα από Διεθνείς Συνθήκες, το Διεθνές Δίκαιο και τις σχετικές ρυθμίσεις διεθνών οργανισμών και δεν μπορούν να τεθούν υπό διαπραγμάτευση ή δικαστική αίρεση». «Δεν χωρά καμιά έκπτωση σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Γκρίζες ρυθμίσεις, οι οποίες έχουν ως στόχο, με αυθαίρετη ερμηνεία των συνομιλητών μας, να παγώσουν ή να αναστείλουν την άσκηση της εθνικής μας κυριαρχίας στο Αιγαίο, τη Θράκη και την Κύπρο, εκεί που κρίνεται το στρατηγικό βάθος του Ελληνισμού, δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές» πρόσθεσε, όπως επίσης το εξής:
«Πολύ δε περισσότερο εάν ο στόχος τρίτων είναι η συνδιαχείριση του αρχιπελάγους του Αιγαίου. Εμείς οι Έλληνες επιζητούμε την ειρήνη και τις σχέσεις καλής γειτονίας με όλους τους γείτονές μας, αλλά πάντοτε είμαστε σε επιφυλακή για να διακρίνουμε τυχόν κινδύνους που ελλοχεύουν εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Είναι χρέος όλων μας να ορθώσουμε ενιαίο εθνικό μέτωπο για να αποκρούσουμε τυχόν απαιτήσεις που θα οδηγήσουν στην διχοτόμηση του Αιγαίου και στην εγκατάλειψη της Κύπρου».
Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωσε πως «οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής έχετε αποτελέσει πρότυπο ανοικτής δημοκρατικής κοινωνίας και ειρηνικής συνύπαρξης. Και κανένα τρίτο κράτος δεν πρέπει να διανοείται ότι, στο πλαίσιο των καλώς νοούμενων διακρατικών σχέσεων, μπορεί να έχει λόγο στις εσωτερικές μας υποθέσεις και να προβάλλει απαιτήσεις. Και, βεβαίως, είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να συνδέσει την εθνοτική καταγωγή με ζητήματα αλυτρωτισμού».