Ενημερωτικό Portal του Ράδιο Γάμμα 94 FM, Πάτρα
 

Σοφία Βέμπο-Μίμης Τραϊφόρος

Σοφία ΒέμποΜίμης Τραϊφόρος. Δυο θυελλώδεις άνθρωποι που έζησαν μια θυελλώδη ζωή και καθόρισαν σε μέγιστο βαθμό τη φυσιογνωμία του μουσικού θεάτρου και του ελαφρού τραγουδιού.

Σοφία Βέμπο

Η Σοφία Βέμπο γεννήθηκε το 1910 στην Καλλίπολη της Θράκης (αν και αμφισβητούνται τόσο το έτος όσο και ο τόπος γέννησης) αλλά μεγάλωσε στον Βόλο. Μετά από διάφορες δουλειές που έκανε ως νεαρή κοπέλα, ξεκίνησε την τραγουδιστική της καριέρα το 1933, αρχικά στο ζαχαροπλαστείο «Αστόρια» της Θεσσαλονίκης και αμέσως μετά στο θέατρο «Κεντρικόν» της Αθήνας. Το αληθινό της όνομα ήταν Μπέμπο, και ως Έφη Μπέμπο έγραψε τις πρώτες της σελίδες στην θεατρική και τραγουδιστική μας ιστορία.

Πριν εμφανιστεί η Βέμπο οι τραγουδίστριες του ελαφρού τραγουδιού προέρχονταν από τον χώρο του λυρικού θεάτρου και οι ερμηνείες τους θύμιζαν τις οπερατικές ερμηνείες. Αν και τον δρόμο τον είχε προλειάνει η σπουδαία πολύπλευρη καλλιτέχνιδα Σωτηρία Ιατρίδου, η Βέμπο θεωρείται ουσιαστικά η πρώτη ελληνίδα ντιζέζ: τραγουδίστρια δηλαδή όχι μόνο με σπουδαία φωνή αλλά και με μεγάλη εκφραστικότητα.

Αν και πολλές ντιζέζ είχαν μόνο μεγάλη εκφραστικότητα, η Βέμπο είχε πραγματικά και μια εξαιρετική φωνή, που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη ως τότε: δεν ήταν σοπράνο, είχε αντίθετα μια βαθειά φωνή που ξένισε αρχικά και θεωρήθηκε «αντρική». Στις πρώτες της θεατρικές εμφανίσεις παρουσιαζόταν ως η «τσιγγάνα Έφη Μπέμπο»—αφενός γιατί η ίδια έδωσε την έμπνευση στη συνθέτρια Λόλα Βώτη να της γράψει «τσιγγάνικα» τραγούδια και αφετέρου γιατί η διαφορετικότητά της έπρεπε να πάρει έναν χαρακτηρισμό εξωτικό…

Σοφία Βέμπο
Η Σοφία Βέμπο.

Πολύ σύντομα θα αρχίσει η δισκογραφική της καριέρα, που θα την κάνει γνωστή σε όλο το πανελλήνιο, πριν ακόμα αρχίσει να περιοδεύει και πριν αρχίσει να λειτουργεί ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών που θα βάλει τη φωνή της στα σπίτια όλης της Ελλάδας. Κατακτά την πρώτη θέση στο μουσικό θέατρο και το τραγούδι—θέση που τη μοιράζεται μόνο με τη Δανάη Στρατηγοπούλου.

Οι δυο τους έχουν εντελώς διαφορετικές καταβολές (η Δανάη κατάγεται από λόγιο περιβάλλον και έχει σπουδάσει μουσική, η Βέμπο από πιο λαϊκή οικογένεια και είναι αυτοδίδακτη) και τελικά θριαμβεύουν και σε διαφορετικούς χώρους: η Βέμπο με συνοδεία ορχήστρας στις σκηνές των θεάτρων και η Δανάη με την κιθάρα της στην πίστα και το βαριετέ.

Υπήρξαν και κάποιες φήμες ότι τις χώριζε μια δήθεν αντιπαλότητα, ωστόσο αυτό δεν ήταν αληθές: «Μαρ’ συ;», έλεγε στη Δανάη η Βέμπο με τη χαρακτηριστική βολιώτικη προφορά της νιότης της, «Να ‘ρθω να με μάθεις τραγούδι;». Δεν πήγε ποτέ όμως και αυτό ίσως να στάθηκε η αιτία (μαζί βέβαια και με κάποια προσωπικά της προβλήματα που είχαν αντίκτυπο στην υγεία της) για τη φθορά της φωνής της που παρουσιάστηκε σχετικά σύντομα. Πάντως, οι δυο τους ήταν φίλες και η Δανάη τις έδωσε αρκετές σωστές συμβουλές που τη βοήθησαν στην καριέρα της.

Η Βέμπο θριαμβεύει στα χρόνια του μεσοπολέμου κυρίως με ταγκό που γράφουν για εκείνη συνθέτες όπως ο Κώστας Γιαννίδης («Αφήστε με να πιω», «Ζητώ να σε ξεχάσω», «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ο μόνος»), ο Μιχάλης Σουγιούλ («Κάτι με τραβά κοντά σου», «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει»), ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης («Χειμώνας») αλλά και με εξαιρετικά βαλς του Κώστα Γιαννίδη («Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα», «Κάποιο μυστικό»).

Η βαθειά φωνή της δίνει την έμπνευση για «αμαρτωλά» τραγούδια όπως το «Πριν το κορμί μου το ποτίσει η κοκαΐνη, το ποτό και η βρωμιά», και ανατολίτικα όπως η «Ζεχρά», αλλά πολύ σύντομα θα πρωτοστατήσει (και θα την ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες) στα δημοτικοφανή τραγούδια («Στη Λάρισα βγαίνει ο αυγερινός», «Ο Γιάννος κι η Παγώνα»).

Η προσφυγοπούλα

Το 1937-38 πρωταγωνιστεί στην πρώτη της ταινία, την Προσφυγοπούλα που γυρίζει ο Τόγκο Μιζράχι στην Αίγυπτο. Πρόκειται για μια από τις ταινίες της λεγόμενης αιγυπτιακής περιόδου του ελληνικού κινηματογράφου, που γυρίστηκαν στα υπερσύγχρονα τότε στούνιο του Καΐρου και λέγεται ότι οι περισσότερες από αυτές ήταν άρτιες τεχνικώς αλλά μετριότατες καλλιτεχνικώς.

Βλέποντας την Προσφυγοπούλα σήμερα (φαίνεται ότι είναι η μόνη ταινία αυτής της περιόδου που διασώθηκε), μας δημιουργούνται ανάμεικτα συναισθήματα, αλλά πιστεύω ότι η ζυγαριά γέρνει προς τα θετικά. Μπορεί το σενάριο να είναι κοινότυπο και η σκηνοθεσία σχεδόν ανύπαρκτη, ωστόσο υπάρχουν αρκετά προτερήματα που την καθιστούν μοναδική. Πρώτα από όλα, είναι η πρώτη ελληνική ταινία με σύγχρονο ήχο και είναι ουσιαστικά η πρώτη οπτικοακουστική καταγραφή αυθεντικού φυσικού διαλόγου στην ελληνική γλώσσα (έστω και αν πρόκειται για διαλόγους ενός σεναρίου).

Έπειτα διασώζεται η παρουσία του μεγάλου πρωταγωνιστή της ελληνικής οπερέττας Μάνου Φιλιππίδη (πατέρα του Αντρέα Φιλιππίδη) που χάθηκε πρόωρα μετά τον πόλεμο. Ακόμα, έχουμε την πρώτη ολοκληρωμένη κατάθεση ελληνικής κινηματογραφικής μουσικής από τον σπουδαίο Κώστα Γιαννίδη (η μουσική επένδυσή του χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ακρίβεια, συνέπεια και ευαισθησία). Και, τέλος, έχουμε τη νεανική παρουσία της μεγάλης Σοφίας Βέμπο.

Αν και η φθορά του φιλμ παρουσιάζει κάπως αλλοιωμένη τη φωνή της, είναι ντοκουμέντα ανυπολόγιστης αξίας οι τραγουδιστικές της σκηνές (στις οποίες τραγουδάει ζωντανά, αφού το play back μάλλον δεν είχε… ανακαλυφθεί ακόμα!). Αλλά και στον υποκριτικό τομέα, η αυτοδίδακτη Βέμπο τα καταφέρνει μια χαρά.

Το 1940 αλλάζει για πάντα τη ζωή όλων των Ελλήνων. Αλλά είναι ιδιαίτερα σημαδιακό και για τη Σοφία Βέμπο. Αφενός θα γίνει η φωνή ενός ολόκληρου λαού τραγουδώντας τα πολεμικά τραγούδια που τη φέρνουν στην επικαιρότητα κάθε Οκτώβρη. Αφετέρου, θα ενώσει τη ζωή της με τη ζωή του Μίμη Τραϊφόρου και αυτό θα έχει θετικές συνέπειες για την καριέρα της και, μάλλον, αρνητικές για την προσωπική της ζωή.

Μίμης Τραϊφόρος

Ο Μίμης Τραϊφόρος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1912. Ήταν γόνος πολυμελούς οικογένειας και αγωνίστηκε σκληρά για να τη στηρίξει οικονομικά μέχρι να γίνει γίνει γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους ως ο νέος ανερχόμενος κονφερανσιέ του βαριετέ. Μετά τις σπουδές του στο Εθνικό Θέατρο προσπαθεί να ορθοποδήσει στο καλλιτεχνικό στερέωμα.

Μαθητής του μεγάλου Αττίκ και… απόφοιτος της «Μάντρας» του, ο Τραϊφόρος θα γίνει σύντομα ο πιο δημοφιλής κομφερανσιέ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30. Βασίλειό του είναι η περίφημη «Όασις» του Ζαππείου. Τα πλήθη συρρέουν να χειροκροτήσουν τα πρώτης τάξης νούμερα που εξασφαλίζει ο επιχειρηματίας Αντώνης Ζερβός, τα οποία όμως μπορούν να «εξαφανιστούν» αν δεν τα προλογίσει με θέρμη και με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο ο λαοφιλής Τραϊφόρος.

Κάποιο βράδυ του Αυγούστου του 1940, ο Τραϊφόρος θα παρουσιάσει στο πολυπληθές κοινό του βαριετέ «μια θεοκουκλάρα που όταν την ακούς, νομίζεις ότι ακούς συναυλία αηδονιών: η Ρένα Βλαχοπούλου που μας ήρθε από την Κέρκυρα. Στο πιάνο θα τη συνοδέψει ο μαέστρος Μυρογιάννης. Στο σπίτι της το βράδυ θα τη συνοδέψω εγώ!». Το λογοπαίγνιο αυτό ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα (η Βλαχοπούλου ήταν ήδη παντρεμένη τότε) αλλά ξεκίνησε έτσι η συνεργασία των δυο καλλιτεχνών που στάθηκε σημαδιακή για τη Ρένα.

Ένα βράδυ στην «Όαση» ο Τραϊφόρος θα συγκρουστεί με τη Σοφία Βέμπο, που πήγε να παρακολουθήσει το πρόγραμμα. Έτσι, θα ξεκινήσει ανάμεσά τους μια κόντρα που θα σταματήσει με την κήρυξη του πολέμου, όταν Βέμπο-Τραϊφόρος συνεργάζονται για πρώτη φορά στις πολεμικές επιθεωρήσεις του θεάτρου «Μοντιάλ».

Στον θίασο ανήκει και η νεαρή τραγουδίστρια Ρένα Βλαχοπούλου, η οποία δεν έχει χρήματα για να ράψει φόρεμα για τις εμφανίσεις της και γι’ αυτό της ράβουν ένα «άσπρο φόρεμα με ροζ δαντελίτσες» η Σοφία Βέμπο και η ηθοποιός Λίτσα Λαζαρίδου—το θυμόταν αυτό με ευγνωμοσύνη η Βλαχοπούλου μέχρι το τέλος. Με το νέο της φόρεμα λοιπόν η Κερκυραία τραγουδίστρια, που αποτελεί το «πουλέν» του Τραϊφόρου, τραγουδάει κάθε βράδυ τους πρώτους πολεμικούς στίχους που έγραψε ο μέχρι τότε κονφερανσιέ: «Πατρίδα, πατρίδα, Ελλάδα δοξασμένη, κανείς δεν θα σ’ αγγίξει τη γη την τιμημένη».

Η Βέμπο προσέχει τους στίχους αυτούς και ζητά από τον Τραϊφόρο να της γράψει ένα πολεμικό τραγούδι πάνω στους στίχους της «Ζεχράς». Σε χρόνο ρεκόρ εκείνος της παραδίδει τον νέο εθνικό ύμνο των Ελλήνων, τα «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά», η Βέμπο γοητεύεται και αρχίζει ο ταραχώδης έρωτάς τους.

Ο Τραϊφόρος γράφει αδικαιολόγητα πολλά πολεμικά τραγούδια (οι εταιρίες δίσκων θέλουν να κερδίσουν χρήματα με όποιον τρόπο μπορούν…), κυρίως για τη φωνή της Βέμπο. Θα γράψει όμως και ένα για τη Ρένα Βλαχοπούλου που είχαμε την… ευτυχία να δισκογραφηθεί και να φτάσει στις μέρες μας («Πήγαινε κι όταν θα ‘ρθεις» σε μουσική του Κώστα Γιαννίδη).

Η Βέμπο, η Βλαχοπούλου και όλες οι τραγουδίστριες τραγουδούν παντού: στο θέατρο, στο ραδιόφωνο, στα νοσοκομεία για τους τραυματίες. Κάνουν ό,τι μπορούν για να εμψυχώσουν τον άμαχο πληθυσμό. Δυστυχώς όμως οι νίκες του ελληνοϊταλικού πολέμου θα δώσουν τη θέση τους στη γερμανική εισβολή στη χώρα μας και τα πολεμικά τραγούδια του ’40 θάβονται με πικρία στη μνήμη των Ελληνίδων και των Ελλήνων. Η Βέμπο συνεχίζει να τραγουδάει στα αθηναϊκά θέατρα μέχρι το καλοκαίρι του ‘42 με πολλά προβλήματα.

Οι κατακτητές κάνουν ό,τι μπορούν για να της απαγορέψουν να εμφανίζεται και να θυμίζει στο κοινό τις ένδοξες στιγμές της νίκης. Είναι πλέον φανερό ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει και να δουλεύει στην Αθήνα και έτσι καταφεύγει στη Μέση Ανατολή, όπου την ακολουθεί λίγο αργότερα ο Τραϊφόρος.

Με βασικούς τους συνεργάτες τον συνθέτη Λεό Ραπίτη και την Αλίκη Βέμπο, το ζευγάρι παρουσιάζει αμέτρητες επιθεωρήσεις στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο και προσφέρει τα έσοδα στον ελληνικό στρατό. Θα παραμείνουν στην Αίγυπτο μέχρι και το 1946, ενώ η επιστροφή τους θα ξεσηκώσει θύελλα ενθουσιασμού στην καλλιτεχνική Αθήνα.

Στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου η Βέμπο θα προσπαθήσει να δώσει το δικό της μήνυμα συμφιλίωσης συντασσόμενη όμως με την πλευρά του Εθνικού Στρατού. Αυτό δεν την εμποδίζει να έρθει σε κόντρα με τη Φρειδερίκη σχετικά με κάποιες φιλανθρωπικές κινήσεις υπέρ των στρατιωτών.

Ηχογραφεί δυο επίκαιρα τραγούδια που κακώς οι σημερινοί ραδιοφωνικοί παραγωγοί μεταδίδουν κάθε Οκτώβρη (μια δραματική διασκευή του «Πού να ‘σαι τώρα»—για τα παιδιά που μετακινήθηκαν στις ανατολικές χώρες—και μια νέα εκδοχή του «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά» με τίτλο «Η φανέλα του Στρατιώτη»).

Ωστόσο, αν πρέπει να θυμόμαστε κάποια ερμηνεία της από αυτά τα χρόνια είναι το «Κάνε κουράγιο, Ελλάδα μου», στο οποίο γίνεται αναφορά στους συμμάχους που «μας τα λέγαν κάθε βράδυ απ’ τα Λονδίνα τους»: ο στίχος αυτός θα ενοχλήσει τους Άγγλους και σύντομα το τραγούδι θα απαγορευτεί. Επανακυκλοφορεί έπειτα από λίγο καιρό με την αναπόφευκτη αναφορά στους «Γράμμους και τα Βίτσια» (εκδοχή που ευτυχώς ακούγεται σπανιότερα σήμερα).

Σύντομα η Βέμπο θα εγκαταλείψει τις εμφυλιακές διαμάχες και θα ταξιδέψει στην Αμερική, όπου τραγουδώντας για τους ομογενείς αλλά και για το αμερικανικό κοινό (αποσπά θριαυμβευτικές κριτικές για το ρεσιτάλ της στο Carnegie Hall) συγκεντρώνει χρήματα για να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο της όνειρο: ένα θέατρο που θα φέρει το όνομά της.

Όσο η Βέμπο βρίσκεται στην Αμερική, ο Τραϊφόρος της γράφει το «Ας ερχόσουν για λίγο» που μελοποιεί ο Μιχάλης Σουγιούλ και τραγουδά μοναδικά η Δανάη, αλλά ταυτόχρονα μπαινοβγαίνει σε ερωτικές περιπέτειες που εξοργίζουν τη Βέμπο και αρχίζουν να επηρεάζουν την υγεία της.

Το θέατρο “Βέμπο”

Το όνειρο του θεάτρου «Βέμπο» γίνεται πραγματικότητα το καλοκαίρι του 1950. Η πρώτη επιθεώρηση που ανεβαίνει εκεί τιτλοφορείται Βίρα τις Άγκυρες και αλλάζει για πάντα την ιστορία του ελαφρού μουσικού θεάτρου καθώς η Βέμπο (μαζί με τον αδελφό της, Τζώρτζη Βέμπο, που αναλαμβάνει τα οικονομικά της επιχείρησης, μερικές φορές σε βάρος της υγείας και της προσωπικής ευτυχίας της αδελφής του) επενδύει πολλά χρήματα και ανεβάζει τον πήχυ για τους παραγωγούς του μουσικού θεάτρου—μόνον ο Βασίλης Μπουρνέλλης στο θέατρο «Ακροπόλ» μπορεί να τη συναγωνιστεί.

Ο Σταμάτης Φασουλής θυμάται πάντα πόσο τον σημάδεψε αυτή η παράσταση, στην οποία η Βέμπο τραγουδούσε, μεταξύ άλλων, το πρώτο αρχοντορεμπέτικο τραγούδι της, τη θρυλική «Ταμπακέρα». Στα χρόνια του ’50 η Βέμπο θα τραγουδήσει κι άλλα θρυλικά αρχοντορεμπέτικα στις καλοκαιρινές επιθεωρήσεις του θεάτρου της («Χαράμι», «Χαστούκι», «Όλα ρημάδια»)—τους χειμώνες εξακολουθεί να περιοδεύει στην Ελλάδα και το εξωτερικό για να ενισχύει το ταμείο των θεατρικών επιχειρήσεων της οικογένειάς της.

Σ’ αυτή τη δεκαετία θα γυρίσει και δυο ακόμα ταινίες που θα διασώσουν για πάντα την επιβλητική της παρουσία. Στη Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη θα αφήσει για πάντα το στίγμα της στον ρόλο της Μαρίας, της ιδιοκτήτριας του «Παράδεισου» όπου τραγουδάει η Στέλλα.

Ως Μαρία τραγουδά δυο κορυφαία τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι: «Το φεγγάρι είναι κόκκινο» και, κυρίως, «Ο Μήνας έχει δεκατρείς» δείχνοντας πόσο ωραία μπορούσε να τραγουδήσει λαϊκή μουσική. Ήθελε πολύ να τραγουδήσει Τσιτσάνη, και κατάφερε να ηχογραφήσει μόνο ένα τραγούδι του, κι αυτό στην Αμερική, αφού οι ελληνικές δισκογραφικές εταιρίες δεν επέτρεπαν τότε να μπλέκονται «ελαφροί» και «ρεμπέτες». Και πέρα από το τραγούδι της όμως, είναι εντυπωσιακή η γενικότερη παρουσία της στη Στέλλα—χρωστάμε ευγνωμοσύνη στον Μιχάλη Κακογιάννη που την έπεισε να παίξει στην ταινία αυτή.

Συντομότερη είναι η εμφάνισή της στη Στουρνάρα 288 του Ντίνου Δημόπουλου. Πρόκειται για μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής επιτυχίας του θεάτρου «Βέμπο», όπου πραγματοποιεί μια γλυκύτατη εμφάνιση ως ηλικιωμένη τραγουδίστρια αλλά και μια πιο εντυπωσιακή ως σύγχρονη ντίβα του τραγουδιού. Το έργο αυτό ήταν μια επιτυχημένη προσπάθεια του Τραϊφόρου να ανανεώσει το επιθεωρησιακό είδος. Στη δεκαετία του ’50 γραφει και σκηνοθετεί αδιάκοπα εντυπωσιακές επιθεωρήσεις κυρίως αλλά και μουσικές ηθογραφίες που αποσπούσαν θερμές κριτικές και βραβεία.

Σε μια από αυτές τις επιθεωρήσεις του θεάτρου «Βέμπο» που τιτλοφορείται Διπλοπενιές, το καλοκαίρι του 1954, θα κάνει το υποκριτικό της ντεμπούτο η Ρένα Βλαχοπούλου, χάρη στην επιμονή του Μίμη Τραϊφόρου που διέκρινε το ξεχωριστό κωμικό της ταλέντο. Το νούμερο «Άλα πασά μου» απογειώνει την καριέρα της Ρένας Βλαχοπούλου .

Η κορυφαία Βέμπο καμαρώνει την Κερκυραία τραγουδίστρια και—πλέον και—ηθοποιό που μάλιστα ηχογραφεί δυο τραγούδια της («Σ’ αγαπώ και μ’ αρέσει η ζωή» και «Κάποιος, κάπου, κάποτε») ενώ, πράγμα σπάνιο για τη Βέμπο, ηχογραφεί κι εκείνη ένα τραγούδι της Ρένας, το «Ομόνοια Πλας». Η Ρένα Βλαχοπούλου συνεργάζεται ξανά με το θέατρο «Βέμπο» δυο χρόνια μετά, στην επιθεώρηση Ρωμιός (η Βέμπο επρόκειτο να εμφανιστεί στο έργο αυτό, αλλά οι περιοδείες της την κράτησαν τελικά στο εξωτερικό και έτσι η Βλαχοπούλου παρέμεινε η βασική τραγουδίστρια του Ρωμιού).

Θα περάσουν 20 χρόνια μέχρι να εμφανιστεί ξανά η Ρένα Βλαχοπούλου στο θέατρο «Βέμπο», αλλά τότε πλέον η επιχείρηση θα έχει περάσει στα χέρια του Βαγγέλη Λιβαδά. Η Ρένα Βλαχοπούλου θα θυμάται όμως πάντα με γλύκα τη σπουδαία αυτή καλλιτέχνιδα και γυναίκα—και καλή μαγείρισσα, που πάντα έφερνε μεζέδες στον θίασο.

Γενικά η Βέμπο αγαπούσε πολύ τα μέλη των θιάσων της—με εξαίρεση τις νεαρές καλλιτέχνιδες που έμπλεκαν σε ερωτικές περιπέτειες με τον Τραϊφόρο. Βασικός συγγραφέας και σκηνοθέτης όλων των έργων που ανεβαζε το θέατρο «Βέμπο», ο Τραϊφόρος βρισκόταν συνεχώς περιτριγυρισμένος από πειρασμούς στους οποίους συνήθως ενέδιδε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να παθαίνει συχνούς νευρικούς κλονισμούς η Βέμπο και να καταφεύγει στο αλκοόλ.

Δεν δίσταζε μάλιστα να επιτεθεί στις νεαρές κοπέλες που διεκδικούσαν τον Τραϊφόρο—η Σπεράντζα Βρανά διηγείται σ’ ένα βιβλίο της πώς την έδειρε κάποια φορά που νόμιζε πως κάτι έτρεχε ανάμεσά τους, αλλά τελικά της ζήτησε συγνώμη. Η κατάσταση χειροτέρευε από τη συμπεριφορά του επιχειρηματία αδελφού της που επέμενε να ελέγχει τις καλλιτεχνικές της κινήσεις για να επωφελείται ο ίδιος. Η Βέμπο βρισκόταν πάντα διχασμένη ανάμεσα στην αγάπη της για τον Τραϊφόρο (τον λάτρευε παρά τις αταξίες του) και στην αγάπη για την οικογένειά της.

Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για τη Βέμπο να νιώθει ότι ενώ για έναν ολόκληρο λαό ήταν σύμβολο μιας μεγάλης πολεμικής νίκης, στην πραγματικότητα πάλευε σε ενα περιβάλλον διαρκών συγκρούσεων που οδηγούσαν στην επιδείνωση της υγείας της. Ακούγοντας τις ηχογραφήσεις της από το 1957 ως το 1963, διαπιστώνει κανείς τη φθορά της φωνής της.

Τραγούδια όπως το «Για σένα» του Βαγγέλη Λυκιαρδόπουλου ή τα «Κόκκινα φανάρια» του Μενέλαου Θεοφανίδη μας φέρνουν μια Βέμπο κουρασμένη αλλά πάντα εκφραστική και ευαίσθητη. Στα χρόνια του ’60 αραιώνει τις εμφανίσεις της. Το θέατρό της που συνεχίζει να παρουσιάζει επιτυχημένες επιθεωρήσεις που γράφει πάντα ο Μίμης Τραϊφόρος (Γαργάλατα, Άλλος για το Καστρί, Η Αθήνα που έφυγε κι η Αθήνα που ήρθε) σε κάποιες από τις οποίες εμφανίζεται και η ίδια τραγουδώντας κουρασμένα αλλά γοητευτικά ποτ-πουρί των παλιών της επιτυχιών.

Εξίσου γοητευτική είναι και σε ένα από τα τελευταία τραγούδια που ηχογράφησε στο τέλος της δεκαετίας του ’60, το «Λίγο το φως του μα ακόμα δεν βασίλεψε, ο έρωτάς μας που κι ο έρωτας τον ζήλεψε» του Ζακ Ιακωβίδη. Σχεδόν αυτοβιογραφικοί στίχοι του Τραϊφόρου για τη σχέση του με τη Βέμπο. Όπως είχε δηλώσει ο βιογράφος και πιστός της φίλος Ανδρέας Μαμάης στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη, ο Τραϊφόρος επίσης τη λάτρευε, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στους πειρασμούς και αυτό την πλήγωνε όλο και περισσότερο. Μπορεί να ήταν σπουδαίος ποιητής (και μοναδική του μούσα η Βέμπο), ως σύζυγος όμως αποδείχτηκε ανάξιος της σπουδαίας αυτής γυναίκας.

Προς το τέλος

Στα χρόνια της δικτατορίας η Βέμπο πραγματοποιεί ελάχιστες εμφανίσεις, ανάμεσά τους και μια θριαμβευτική αποχαιρετιστήρια συναυλία στο «Παλαί ντε Σπορ» της Θεσσαλονίκης (τελικά εμφανίστηκε άλλες δυο φορές στο θέατρο μετά από αυτή τη συναυλία). Μια από αυτές τις εμφανίσεις όμως δεν της έκανε καλό: σε κάποια επέτειο της δικτατορίας κάνει το λάθος να συμμετάσχει, όπως και άλλοι/ες καλλιτέχνες/ιδες, σε μια χουντική φιέστα στο Καλλιμάρμαρο.

Οι συνταγματάρχες θέλουν να εκμεταλλευτούν την ταύτισή της με το έπος του ’40 και τη βάζουν να τραγουδήσει το «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά» πλαισιωμένη από τσολιάδες, στο γνωστό κιτς πνεύμα που θα επικρατούσε σε ανάλογες εκδηλώσεις τα επόμενα έξι χρόνια. Αν και η ίδια δεν συμμετείχε ξανά σε αντίστοιχη φιέστα, η εμφάνιση εκείνη, μαζί με το πολεμικό τραγουδιστικό της προφίλ, οδήγησε σε άδικους συσχετισμούς της Βέμπο με τη χούντα και την άκρα δεξιά (σ’ αυτό συνέτεινε και το ότι ακροδεξιοί οπαδοί συχνά χρησιμοποιούσαν σε πολιτικές συγκεντρώσεις τους τραγούδια της—και πολεμικά και ερωτικά!).

Άλλωστε υπήρξαν κι άλλοι καλλιτέχνες που έκαναν το σφάλμα να συμμετάσχουν στη φιέστα της πρώτης επετείου της δικτατορίας (ανάμεσά τους ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βίκυ Μοσχολιού—οι δυο τους τραγουδούν έναν από τους «ύμνους» της χούντας που γράφτηκαν για την επέτειο—ο Γιώργος Ζαμπέτας, η Μαρινέλλα, η Ρένα Ντορ και, φευ, η Ρένα Βλαχοπούλου—αν και για τις δυο τελευταίες δεν το έχω ακόμα εξακριβώσει, και πρέπει να πω ότι στα σχετικά επίκαιρα που υπάρχουν στο Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο δεν εμφανίζονται σε κάποιο πλάνο) και για κάποιους/ες από αυτούς/ές φαίνεται ότι είναι πιο εύκολο να ξεχαστούν τα λάθη τους—προφανώς και λόγω πρότερου έντιμου βίου.

Λίγα χρόνια αργότερα η Σοφία Βέμπο—που το θέατρό της έγινε στόχος επιθέσεων στην περιόδο των Ιουλιανών όταν με την επιθεώρηση Γαργάλατα είχε σαφώς πάρει θέση υπέρ του Γεωργίου Παπανδρέου—δεν θα διστάσει να συγκρουστεί με τον Πατακό και τους ανθρώπους του όταν προσπαθούν να επιβάλουν τη λογοκρισία τους.

Και τελικά, στέκεται στο ύψος του ονόματος και της ιστορίας της με την ηρωική της στάση στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, όταν δεν διστάζει να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της, στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Πατησίων, για να περιθάλψει δεκάδες τραυματισμένων φοιτητών/τριών που έντρομοι/ες καταφεύγουν εκεί. Από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου το μήνυμα φτάνει παντού: «Στο σπίτι της κυρίας Βέμπο, Στουρνάρα 23, έχει στηθεί πρόχειρος σταθμός πρώτων βοηθειών»…

Μετά τη μεταπολίτευση η Σοφία Βέμπο ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής της παρέα με τον Τραϊφόρο και με λιγοστούς/ές φίλους/ες, ταλαιπωρημένη σωματικά και ψυχολογικά. Η διάθεσή της βελτιώθηκε για λίγο καιρό όταν ανακοινώθηκε ότι επρόκειτο να γυριστεί ταινία με θέμα τη ζωή της, αλλά το σχέδιο ναυάγησε κι εκείνη βυθίστηκε ξανά στην κατάθλιψη.

Μια τηλεοπτική εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού έχει διασώσει, ωστόσο, το ταμπεραμέντο και το κέφι της, ακόμα και σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια, όταν τραγουδάει για χάρη μαθητών/τριών στο σαλόνι του σπιτιού της (και με τη συνοδεία του Ανδρέα Μαμάη στο πιάνο) το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» και τη «Χωριάτα».

Πέθανε το ξημέρωμα της 11ης Μαρτίου 1978. Ο θάνατός της ανακοινώθηκε με έκτακτες εκδόσεις των εφημερίδων και στην κηδεία της, παρόλο που ήταν Καθαρά Δευτέρα, συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου για να αποθεώσει τη μοναδική αυτή γυναίκα και τραγουδίστρια στην τελευταία της αυλαία.

Μετά τον θάνατό της, ο Μίμης Τραϊφόρος ασχολήθηκε με συγκινητική αφοσίωση με την επανέκδοση των ηχογραφήσεών της και τη διατήρηση της μνήμης της. Κάποια στιγμή παντρεύτηκε την εξαιρετική τραγουδίστρια Κρύσταλ Τσίχλα και, όπως έγραφε η Δανάη Στρατηγοπούλου (κάποτε, όταν βρίσκονταν κι οι δυο στη Μάντρα του Αττίκ, παρά λίγο να δημιουργηθεί ειδύλλιο ανάμεσά τους), με τη νέα του γυναίκα νοσταλγούσαν διαρκώς την παλιά…

Ο ίδιος ο Τραϊφόρος θυμόταν πάντα με αγάπη τη Ρένα Βλαχοπούλου που τους ένωσαν τόσες επιτυχίες και τόνιζε πάντα ότι η Βλαχοπούλου δεν ξεχνούσε πόσα του όφειλε για τα δυο της ντεμπούτα, το τραγουδιστικό και το υποκριτικό. Κάποια στιγμή θέλησε να του το ανταποδώσει και έτσι ζήτησε από τον Ηλία Μαροσούλη να καλέσει τον μεγάλο επιθεωρησιογράφο για να συμμετάσχει στη συγγραφή της επιθεώρησης που θα ανέβαινε στο «Δελφινάριο» το καλοκαίρι του 1983.

Πράγματι ο Τραϊφόρος συνεργάζεται με τον Ναπολέοντα Ελευθερίου και τον Λάκη Μιχαηλίδη και διαπιστώνει ότι πλέον δεν μπορεί να εγκλιμαστιστεί στο νέο πνεύμα και ήθος της επιθεώρησης—ο τίτλος του έργου, Μας πρήξανε τα ούμπαλα, αρκεί για να το διαπιστώσει κανείς… Βλαχοπούλου και Τραϊφόρος συνεχίζουν να συναντιούνται και να επιβεβαιώνουν την αγάπη και την αλληλοεκτίμησή τους σε διάφορες τιμητικές εκδηλώσεις και πρεμιέρες μέχρι τα πρώτα χρόνια του ’90.

Στη συνέχεια αντιμετωπίζουν κι οι δυο τους σοβαρά προβλήματα υγείας. Η Ρένα περιορίζεται στο σπίτι της και ο Τραϊφόρος βρίσκεται σε κάποιο οίκο ευγηρίας παραπονούμενος ότι τελικά οι παλιοί του συνεργάτες τον ξέχασαν. Ο πιστός υπηρέτης του θεάτρου και του τραγουδιού, σβήνει τα ξημερώματα της 28ης Μαρτίου 1998, μια μέρα μετά τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου.

Βίρα τις Άγκυρες

Το βράδυ της 28ης Μαρτίου 1998 βρέθηκα στο θέατρο «Κοτοπούλη-Ρεξ», όπου εκείνη τη σεζόν το Εθνικό Θέατρο παρουσίαζε το υπερθέαμα των Θανάση Παπαθανασίου-Μιχάλη Ρέππα και Σταμάτη Φασουλή Βίρα τις άγκυρες, παράσταση που τιμούσε την επιθεώρηση και τους ανθρώπους της.

Ο τίτλος της παρέπεμπε στην ιστορική πρώτη παράσταση του θεάτρου «Βέμπο» που άλλαξε την ιστορία του είδους, ενώ δυο από τους χαρακτήρες του έργου παρέπεμπαν στο θρυλικό ζευγάρι Βέμπο-Τραϊφόρος: η τραγουδίστρια Σμάρω Μπιζάνη και ο σύζυγός της και συγγραφέας Μάκης Αλεβίζος. Τους δυο ρόλους έπαιξαν απολαυστικά η Νατάσα Μανίσαλη και ο Νίκος Γαροφάλλου.

Ειδικά η Μανίσαλη, ως άλλη Βέμπο, γοήτευε το κοινό τραγουδώντας και σαρώνοντας με την πληθωρική της παρουσία τη σκηνή του «Ρεξ». Εκείνο το βράδυ του Μαρτίου δεν έγινε, βέβαια, καμιά αναφορά στον θάνατο του Τραϊφόρου πριν από την παράσταση, ωστόσο στη σκηνή που η Μπιζάνη/Μανίσαλη/Βέμπο μεταμορφώνεται από τραγουδίστρια της «Ζεχρά» με ανατολίτικη φορεσιά σε τραγουδίστρια του «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά» με παραδοσιακή ελληνική φορεσιά ο κόσμος χειροκρότησε αυθόρμητα, αποτίοντας έτσι έστω και εν αγνοία του φόρο τιμής στον συγγραφέα, ποιητή και στιχουργό.

Μπορεί όλος εκείνος ο πατριωτισμός του ’40 να είναι ξεπερασμένος και αδικαιολόγητος σήμερα, ωστόσο η ενθουσιώδης αντίδραση του κοινού όσες φορές είδα την υπέροχη εκείνη παράσταση (αντίδραση που επαναλαμβανόταν και λίγα λεπτά αργότερα με την εμφάνιση ανταρτών στη σκηνή) δείχνει ότι στη συνείδηση του κοινού η παρουσία της Βέμπο, με τη βοήθεια και των στίχων του Τραϊφόρου, είναι καταλυτικά δεμένη με μια σημαντική στιγμή της ελληνικής ιστορίας.

Η Βέμπο γνώρισε την πλατιά αποδοχή όχι μόνο από το μεγάλο κοινό αλλά και από τους/τις συναδέλφους της και τους ανθρώπους της τέχνης γενικότερα. Όλοι/ες μίλησαν και μιλούν με καλά λόγια για εκείνη, από τον Μανώλη Καλομοίρη, τον Αττίκ και τη Δανάη, μέχρι τον Βασίλη Τσιτσάνη, τη Δήμητρα Γαλάνη και τη Μαρινέλλα.

Οι δυο τελευταίες τραγούδησαν τραγούδια της και σε δίσκους και σε ζωντανές εμφανίσεις. Η Μαρινέλλα μάλιστα αφιέρωσε έναν ολόκληρο δίσκο της στα τραγούδια της Βέμπο, ενώ η Δήμητρα Γαλάνη μαζί με τη Χαρούλα Αλεξίου τής αφιέρωσαν δυο εξαιρετικές συναυλίες που πραγματοποιήθηκαν στο Ηρώδειο τον Ιούνιο του 2006, στο πλαίσιο του ανανεωμένου Φεστιβάλ Αθηνών, με την επιμέλεια της Λίνας Νικολακοπούλου.

Οι πιο πρόσφατες επανεκτελέσεις τραγουδιών της Βέμπο έγιναν από τη Δήμητρα Γαλάνη («Σε μισώ» των Θ. Παπαδόπουλου-Α. Σακελλάριου-Χρ. Γιαννακόπουλου, τραγούδι που η Γαλάνη πρωτοτραγούδησε στο Ηρώδειο και έκλεψε την παράσταση μαζί με τον «Άνθρωπό μου» που ερμήνευσε εντυπωσιακά η Χαρούλα Αλεξίου) και από τον Δώρο Δημοσθένους («Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα» των Κ. Γιαννίδη-Β. Σπυρόπουλου-Π. Παπαδούκα»).

Μοιραστείτε το άρθρο
Χωρίς σχόλια

Δυστυχώς, η φόρμα σχολίων είναι ανενεργή αυτή τη στιγμή.