Η κυβέρνηση πανηγυρίζει καλλιεργώντας τον μύθο ότι οι εργαζόμενοι θα δουν μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς τους, οι άνεργοι θα βρουν δουλειά και οι επενδύσεις θ’ αρχίσουν να έρχονται με ακόμα πιο
γρήγορους ρυθμούς
Του Πάνου Σώκου
Οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οίκοι αναβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα ύστερα από 12 χρόνια και η κυβέρνηση πανηγυρίζει καλλιεργώντας τον μύθο ότι οι εργαζόμενοι θα δουν μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς τους, οι άνεργοι θα βρουν δουλειά και οι επενδύσεις θ’ αρχίσουν να έρχονται με ακόμα πιο γρήγορους ρυθμούς.
Εν ολίγοις, μας λέει πως η χώρα και η οικονομία βρίσκουν πάλι τη… Γη της Επαγγελίας. Η επενδυτική βαθμίδα είναι αναμφισβήτητα ένα θετικό γεγονός, όμως από μόνη της δεν λέει τίποτα στους πολίτες – όχι τόσο γιατί θα χρειαστεί να περάσουν αρκετά χρόνια για να αφήσει το θετικό της αποτύπωμα στη ζωή τους, αλλά γιατί μεγάλα τμήματα της κοινωνίας αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητες δυσκολίες και οι ανισότητες είναι ακόμα μεγαλύτερες και πιο βαθιές.
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει, επίσης, για τη βελτίωση των οικονομικών δεικτών, που κι αυτοί, όμως, δεν έχουν καμία θετική επίδραση στην καθημερινή ζωή των πολιτών, που μαστίζονται από την ακρίβεια, που ζουν με χαμηλότατους μισθούς, ενώ είναι ελάχιστες οι θέσεις εργασίας οι οποίες ανταποκρίνονται στα όνειρα, στις σπουδές και τις ικανότητες των νέων ανθρώπων, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται ακόμα και τώρα να ξενιτεύονται.
Η ανεργία των νέων εξακολουθεί και με την επενδυτική βαθμίδα να είναι η υψηλότερη στην ευρωζώνη. Η οικονομική πραγματικότητα ακόμα και μέσα στην επενδυτική βαθμίδα (που κάποια στιγμή θα ερχόταν, ούτως ή άλλως, από τη στιγμή που η χώρα βγήκε από τα Μνημόνια) δημιουργεί ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στους αριθμούς που ευημερούν και τους ανθρώπους που δυστυχούν – ιδίως η μεσαία τάξη και οι πολίτες με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Γι’ αυτό η φράση «ευημερούν οι αριθμοί και δυστυχούν οι άνθρωποι» που είχε πει τη δεκαετία του ’60 ο Γεώργιος Παπανδρέου είναι και σήμερα η πιο κατάλληλη για να αποδώσει την πραγματικότητα.
Η αναπτυξιακή δυναμική για την οποία καυχιέται η κυβέρνηση δεν έχει φτάσει ακόμη στους πολίτες της χώρας, έξι χρόνια μετά την έξοδο από τα Μνημόνια, εκ των οποίων τα 4,5 με τη Ν.Δ. Αντίθετα, η κυβέρνηση εξακολουθεί να ξεγελά τον κόσμο, που δυστυχώς δεν έχει εναλλακτική λύση, με επιδόματα και μικροπαροχές και με μέτρα αναντίστοιχα των αριθμών που επικαλείται.
Επί παραδείγματι, διαφημίζει το χριστουγεννιάτικο επίδομα των 350.000.000 ευρώ που θα δοθεί στους πιο ευάλωτους οικονομικά πολίτες, ποσό ελαχιστότατο σε σχέση με τα έσοδα, καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα του Προϋπολογισμού από 261.000.000 ευρώ το 2022 ανέβηκε στα 2,55 δισ. ευρώ το 2023 και αναμένεται να φτάσει στα 4,99 δισ. ευρώ το 2024. Αύξηση που προέκυψε από την αύξηση των φορολογικών εσόδων και, κυρίως, του ΦΠΑ, ο οποίος -ως γνωστόν- επιβαρύνει πρωτίστως τα ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας και του οποίου τη μείωση στα τρόφιμα αρνείται πεισματικά να κάνει η κυβέρνηση, απομυζώντας τα ισχνά εισοδήματα των στρωμάτων αυτών.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι η κυβέρνηση επιστρέφει μόνο ένα μικρό μέρος των χρημάτων που παίρνει από τους ευάλωτους με τη φορολόγηση. Επίσης, καυχιέται για την αύξηση των μισθών που θα δοθεί το 2024 και που θα είναι της τάξης του 2,5%. Όμως, την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός, σύμφωνα με τους πιο αισιόδοξους υπολογισμούς, θα κινηθεί στο 2,6%, που σημαίνει ότι η αύξηση θα εξανεμιστεί λόγω της μεγάλης αύξησης των τιμών.
Αλλά και στις υποδομές της χώρας οι δαπάνες της κυβέρνησης δεν καλύπτουν τις ανάγκες και δεν δικαιολογούν τους πανηγυρισμούς της. Συγκεκριμένα, οι δαπάνες θα αυξηθούν για το προσωπικό των νοσοκομείων από 783.000.000 ευρώ το 2023 σε 791.000.000 ευρώ το 2024, αύξηση μόλις κατά 1,03%, ενώ για το υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας από 3.640.000 ευρώ το 2023 σε 3.718.000 ευρώ το 2024, αύξηση κατά 2,1%, ενώ λόγω του πληθωρισμού θα είναι μειωμένες σε πραγματικές τιμές.
Η σκληρή πραγματικότητα είχε αποτυπωθεί στην τελευταία έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), πριν από μερικούς μήνες, για τα εισοδήματα και τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών, του 2021. Σύμφωνα με εκείνα τα στοιχεία, το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν το 2021 σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανερχόταν σε 28,3% (2.971.200 άτομα) και παρουσίαζε αύξηση 0,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020. Μπορεί να έχει περάσει καιρός από τότε, αλλά τα στοιχεία δεν αναμένεται να βελτιωθούν. Η ακρίβεια δεν αφήνει περιθώρια