Αδρή, Αρχαιοπρεπής, Διαχρονική. Δωρικού ρυθμού, στωική μορφή και έκφραση σκύλου που θαρρείς και πλάστηκε από το ίδιο υλικό που γέννησαν τα σπλάχνα της ελληνικής γης – μάρμαρο λευκό, που ιριδίζει στο ηλιόφως.
της Μαρίας Γκινάλα
Η εξημέρωση του σκύλου στην ελληνική περιοχή χρονολογείται πριν από την προ-κεραμική νεολιθική εποχή, η οποία στην Ελλάδα ξεκινάει την 7η χιλιετία ΠΚΕ. Ενδείξεις από τους πρώτους ύστερους παλαιολιθικούς και πρώτους νεολιθικούς οικισμούς [Ασκηταριό, Διμήνι, Μακρύγιαλος Πιερίας, Προμαχών, Σέσκλο, Σιταγροί], Topolnica (Βουλγαρία) και άλλες τοποθεσίες στη Σερβία, στηρίζουν την υπόθεση ότι υπήρξε τοπικό γεγονός εξημέρωσης του σκύλου στην περιοχή μεταξύ 9ης και 7ης χιλιετίας Π.Κ.Ε.
Οστά σκύλων παρόμοια με αυτά που περιγράφονται ως σκύλοι της τύρφης, σκύλοι του έλους ή σκύλοι των κατοίκων της λίμνης (Canis familiaris palustris) βρέθηκαν στα παλαιότερα στρώματα των νεολιθικών οικισμών στους Σιταγρούς και το Σέσκλο. Το γεγονός ότι αυτοί οι ελληνικοί οικισμοί και ευρήματα είναι πολύ παλαιότεροι από αυτούς της Κεντρικής Ευρώπης (σε μερικές περιπτώσεις διπλάσιας ηλικίας) επιτρέπει τη λογική υπόθεση ότι ο πρόγονος των Ευρωπαϊκών Σπιτς καθώς και κάποιων φωλεοδυτών (που υποτίθεται ότι είναι ο Canis familiaris palustris Rütimeyer), στην πραγματικότητα δεν εμφανίσθηκε πρώτα στην Κεντρική Ευρώπη αλλά στην περιοχή της Ελλάδας και τα Βαλκάνια. Επομένως η Αλωπεκίδα είναι πιθανότατα ο παλαιότερος επιζών τύπος σκύλου της Ευρώπης κάτι που επιβάλλεται να εξεταστεί πλέον εργαστηριακά, με ανάλυση DNA.
Αλωπεκίς σημαίνει «μικρή αλεπού» ή «αλεποειδής». Ο Ξενοφών (431 – 360 π.Χ.) την αναφέρει ως ένα από τα δύο κύρια ελληνικά αρχέτυπα σκύλων στον Κυνηγετικό του. Βρίσκουμε επίσης αναφορές στον Αριστοτέλη, τον Αριστοφάνη, τον Θεμίστιο και κατοπινούς μελετητές. Οι αρχαίοι συγγραφείς εξήγησαν την αλεπόμορφη εμφάνισή τους πιστεύοντας ότι ήταν υβρίδια μεταξύ σκύλων και αλεπούδων. Άλλο όνομα που τους αποδόθηκε στην αρχαιότητα ήταν “Κυναλώπηξ” (σκύλος-αλεπού). Λαϊκές παραδοσιακές τοπικές ονομασίες που συναντώνται στα νεότερα χρόνια είναι Αλεπουδίτσα, Αλεπουδόσκυλο, Βενετάκι (Κρήτη), Ζαχαρόσκυλο (Σκιάθος), Μωρόπα (Ποντιακή ονομασία που σημαίνει “μωράκια” – Κρήτη), Μπόμπης (πιθανόν από το “μπόμπιρας”), Μπουμπούδι (Σέρρες) και Τσουπί / τσουπάκι (κοριτσάκι, στην Αχαία – Ηλεία).
Η Αλωπεκίδα δεν είναι φυλή σκύλου με τη σύγχρονη έννοια αλλά πρωτόγονος γηγενής τύπος σκύλου που διαμορφώθηκε από την εξέλιξη και την προσαρμογή στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, το τοπίο και τις υπηρεσίες που οι σκύλοι αυτοί παρείχαν στην τοπική ανθρώπινη κοινωνία, καθώς και την παραδοσιακή, γεωργική και κτηνοτροφική κουλτούρα του λαού, οι οποίες διαμορφώθηκαν από τις συνήθειες και τις ανάγκες του. O τύπος συναντάται σε όλη την Ελλάδα και θύλακες πληθυσμού παρόμοιων, τοπικών φαινοτύπων υπάρχουν ακόμη σε κοντινές περιοχές των Βαλκανίων (στη Σερβία συνάντησα τους απογόνους τους με την τοπική επωνυμία “Βαλκανικά τεριέ”), της Ανατολίας, Τουρκίας, Εύξεινου Πόντου και Μικράς Ασίας, στα ανατολικά μέχρι την αυτόνομη περιοχή του Ιράκ και στη Δύση, στη Νότια Ιταλία (όπου τα ονομάζουν Πομίνο ή Πουμέττο και παραδοσιακά συνεργάζονται με μεγαλόσωμα τσοπανόσκυλα και φύλακες κοπαδιών) και στην Ιβηρική χερσόνησο [όπου εξελίχτηκαν κυνοτεχνικά στις μικρόσωμες ποικιλίες των Ισπανικών και Πορτογαλικών ποντέν(γ)κο και χρησιμοποιούνται κυρίως στο κυνήγι]. Η ιστορία και η εξάπλωσή τους είναι μεγάλη και τεκμηριωμένη σε αρχαία κείμενα, στην λαϊκή παράδοση και την τέχνη.
Η Αλωπεκίδα ανήκει στους πρωτόγονους λυκοειδείς σκύλους: έχει όρθια αυτιά, σφηνοειδές σχήμα κεφαλής, κανονική οδοντοστοιχία και μεσόμορφη, συμμετρική κατασκευή – σωματότυπο, με ουρά που σχηματίζει τόξο ή ημικύκλιο. Ο σκύλος της Πομερανίας (Pomeranian) που αναφέρεται ως καταγόμενος από σκύλους της αρχαίας Δαλματίας – Ιλλυρίας και της νήσου Μελίτης (Mljet) στην Αδριατική, η οποία ήταν ελληνική μέχρι τον 12ο αιώνα, είναι κατά πάσα πιθανότητα απόγονος Αλωπεκίδων και Μελιταίων Κυνιδίων. Η κυνηγετική ικανότητα των Αλωπεκίδων είναι επιπλέον ένδειξη συγγένειας με τα μικρόσωμα πρωτόγονα σκυλιά τα οποία καλλιεργήθηκαν σε άλλες μεσογειακές περιοχές μετά την άνθηση των ελληνικών αποικιών (Δεύτερος ελληνικός αποικισμός) στη νότια Ιταλία, την Σικελία, την Μάλτα, την Κυρηναϊκή, την Κορσική, την Ιβηρική Χερσόνησο και τις Βαλεαρίδες νήσους, προφανώς και με την συμβολή μεγαλυτέρων σε μέγεθος σκύλων δίωξης σαν τον Κρητικό Λαγωνικό, όπως υποδηλώνεται και από την παρουσία στην Κρήτη ενός μικρόσωμου Αλωπεκοειδούς λαγοθήρα-σκύλου γενικής χρησιμότητας που στη νεότερη εποχή ονομάζεται Βενετάκι (πιθανότατα από τον λατινικό όρο venaticus = κυνηγετικός, δεδομένης της Ενετικής κατοχής του νησιού απο το 1212 μέχρι το 1669) και στα αρχαία χρόνια ίσως ταυτιζόταν με το είδος σκύλου που αποκαλούνταν Κυναμολγός κύων.
Η αναφορά του Κτησία Πολυδεύκους στις Κυναμολγούς κύνες είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επειδή αφορά σκύλους που συμβίωναν με κοπάδια βοοειδών, θήλαζαν μάλιστα από τις γαλατοτροφούσες αγελάδες και αντιμετώπιζαν ταύρους. Πιθανόν απόγονοι αυτών των σκύλων που μεταφέρθηκαν στην Βόρεια Ευρώπη από τους Έλληνες, τους Ρωμαίους, τους Κέλτες και αργότερα τους Ρομά (σύμφωνα με λαϊκές παραδόσεις) να συντέλεσαν στην μορφοποίηση φυλών όπως τα Ουαλικά Κόργκι (Welsh Corgi) και τα Λάνκασαϊρ Χήλερ (Lanhashire Heeler), όπως μου είχε αναφέρει o Βρετανός κυνολόγος Harry Baxter. Υπάρχουν αναφορές ότι τους προγόνους των τελευταίων μετέφεραν στη Βρετανία οι Ρομά και Ιρλανδικοί μετακινούμενοι πληθυσμοί από την Μεσόγειο. (Η αναφορά αυτή εξηγεί πιθανόν και την μεγάλη ομοιότητα μεταξύ των Ιρλαδικών Ιχνηλατών Kerry Beagle, οι οποίοι στην παράδοση αναφέρεται αόριστα ότι έχουν νοτιοευρωπαϊκή καταγωγή, με τους Ελληνικούς Ιχνηλάτες). Το γεγονός ότι αυτές οι μικρόσωμες βρετανικές ποιμενικές φυλές είναι οι μόνες, εκτός των Αλωπεκίδων, σημερινές μικρόσωμες φυλές σκύλου στην Ευρώπη, που ειδικεύονται στην συνοδεία και καθοδήγηση βοοειδών (οι ποιμενικοί βοοειδών είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους μεγαλόσωμοι σκύλοι μολοσσοειδούς τύπου), είναι αξιοσημείωτο και ίσως αποτελεί ακόμα μία ένδειξη, επιπλέον των κάποιων παρόμοιων φαινοτυπικών χαρακτηριστικών, μακρινής συγγένειας και κοινής μεταξύ τους, αρχαίας γενετικής προσαρμογής του ποιμενικού ενστίκτου, πού πιθανόν ξεκίνησε στην ανατολική Κρήτη (όπου υπήρχαν ελώδεις βιότοποι κατάλληλοι για την ανάπτυξη του νεροβούβαλου), δεδομένης της ιδιαίτερης λατρευτικής σημασίας του βοός στην αρχαία ιστορία του νησιού.
ΠΗΓΗ: Pawfinder.gr