Η υπερασπιστική γραμμή που χάραξε ο Μητσοτάκης και τα στοιχεία που οδηγούν στη σύνδεση μεταξύ της ολιγωρίας για τη σύμβαση 717 και το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα
Tου Μανώλη Κοττάκη
Ο ραδιοφωνικός λόγος είναι απείρως ελκυστικότερος από τον τηλεοπτικό. Και τούτο διότι στην τηλεόραση σε αποσπά η εικόνα του ομιλούντος, ενώ στο ραδιόφωνο επικεντρώνεσαι στο ηχόχρωμα της φωνής του. Ακόμη και στις ανάσες του.
Υπό αυτή την έννοια, ήταν εξόχως ενδιαφέρουσα η χθεσινή συνέντευξη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στον ραδιοφωνικό σταθμό Σκάι, στην εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής, ο τόνος της φωνής του πρωθυπουργού ήταν σταθερός και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Ενέπνεε σιγουριά. Καθ’ όλη τη διάρκεια, εκτός από μία στιγμή: όταν κλήθηκε, παρεμπιπτόντως, να αναφερθεί και στην υπόθεση του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών.
Προηγουμένως, ο κύριος Μητσοτάκης είχε ανακοινώσει την πρόθεση της κυβέρνησής του να διαθέσει ποσό 350.000.000 €, υπό μορφή επιδομάτων, σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, ιδιαιτέρως οικογένειες με παιδιά και συνταξιούχους. Κάτι που πρέπει να το πιστωθεί. Ακόμα κι από εμάς τους… γκρινιάρηδες.
Δείχνει μια συνέπεια ως προς αυτό. Όπως πρέπει να του πιστωθεί η αποφασιστικότητά του για τους ελεύθερους επαγγελματίες, ανεξαρτήτως συμφωνίας ή διαφωνίας για το οριζόντιο μέτρο. Μολονότι ισχυρίστηκε ανακριβώς ότι είχε αναφερθεί στην πρόθεσή του να τους φορολογήσει προεκλογικά.
Οι γενικόλογες, πράγματι, διακηρύξεις του πρωθυπουργού προεκλογικώς, ότι θα καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή, έγιναν, αλλά δεν εξειδικεύθηκαν στους ελεύθερους επαγγελματίες, και αυτό προκύπτει ευθέως και από το περιεχόμενο του προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας που παρουσίασε ο κύριος Σκέρτσος στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.
Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η γενική κατεύθυνση της κυβερνητικής απόφασης είναι σωστή, καθώς, σύμφωνα με το Σύνταγμα, έκαστος συμμετέχει στα βάρη του Προϋπολογισμού ανάλογα με τη φοροδοτική του ικανότητα.
Ο πρωθυπουργός αποκάλυψε, μάλιστα, ότι το πλαφόν των 10.940 € που θέτει ως τεκμαρτό εισόδημα για τη φορολόγησή τους θα έχει ως αποτέλεσμα να μην εισπράττουν στο μέλλον επιδόματα και ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Αν αυτό συμβαίνει, δικαίως τους αφαιρεί τη δυνατότητα.
Αλλά θα ήταν ακόμα πιο δίκαιο για την κυβέρνηση να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις κατηγορίες φορολογουμένων, ανεξαρτήτως τάξης. Διότι υπάρχει και μια κατηγορία φίλων της που, ενώ πλήρωνε μέχρι πρότινος εθελοντικώς εισφορά 10%, το καλοκαίρι αθόρυβα της το μείωσε στο 5%. Εν πάση περιπτώσει, «overall», που λένε και στο χωριό μας, το έκτακτο επίδομα αλληλεγγύης που θα διανεμηθεί τον Δεκέμβριο σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και το τεκμαρτό εισόδημα δημιουργούν ένα κάποιο αίσθημα δικαιοσύνης στα κατώτερα οικονομικά στρώματα. Και ένα φιλελεύθερο κόμμα με κοινωνικό πρόσημο πρέπει να έχει στραμμένη την προσοχή του μονίμως εκεί.
Όπως σημειώσαμε όμως εισαγωγικά, η σταθερότητα στον τόνο της φωνής του πρωθυπουργού (ο οποίος επέλεξε να δώσει τη ραδιοφωνική του συνέντευξη την ημέρα της τηλεοπτικής συνέντευξης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Στέφανου Κασσελάκη στον Νίκο Χατζηνικολάου, για τον οποίο δήλωσε ότι «τον σέβεται και τον τιμά») έσπασε μόνο τη στιγμή που παρενθετικά αναφέρθηκε στην υπόθεση των Τεμπών.
Σε εκείνο το σημείο ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ότι είναι άλμα να συνδέσει κανείς τις ελλείψεις στη σύμβαση 717 για την τηλεδιοίκηση με την απώλεια 57 ανθρώπινων ζωών στο τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα. Ήταν η στιγμή στην οποία ο κύριος Μητσοτάκης χάραξε την υπερασπιστική γραμμή της πλειοψηφίας στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής. Ο ίδιος δεν θέλησε να παραστεί στο Κοινοβούλιο χθες και προχθές, διότι (αυτό συνήθως λένε οι επικοινωνιολόγοι) οι πολιτικοί πρέπει να αποφεύγουν τα δυσάρεστα. Αλλά τα δυσάρεστα με τον τρόπο τους είναι πάντα εδώ. Δεν φεύγουν. Πας – δεν πας στη Βουλή.
Έχει ενδιαφέρον αυτή η υπερασπιστική γραμμή που χάραξε ο πρωθυπουργός, καθώς θέλει να αντιμετωπίσει καταρχάς τα επιχειρήματα της δικογραφίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που διαβιβάστηκε στη Βουλή. Θα έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτή η γραμμή εν όψει της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί στη Λάρισα από τον εφέτη ανακριτή, η οποία κάποια στιγμή μετά τον διορισμό νέου (ο προηγούμενος, κύριος Δασκαλόπουλος, συνταξιοδοτήθηκε) θα διαβιβαστεί κι αυτή στη Βουλή.
Έχουν αναφερθεί τα ονόματα υπουργών, νυν και πρώην, σε μαρτυρικές καταθέσεις και θα λειτουργήσει το «αμελλητί» του άρθρου 86 του Συντάγματος. Γιατί, όμως, έχει ενδιαφέρον ο νομικός συλλογισμός του πρωθυπουργού; Γιατί το αντίθετο, ότι υπάρχει σύνδεση 717 και θανάτων, πρέπει να αποδειχθεί. Δεν ξέρουμε αν η αντιπολίτευση θα καταφέρει να τον ανατρέψει. Χωρίς αποδείξεις τα πράγματα είναι δύσκολα.
Αλλά, επειδή ο πρωθυπουργός απευθύνεται σε πληθυσμό 10.000.000 Ελλήνων, εκ των οποίων κάποιοι -10 μετρημένοι στα δάχτυλα δύο χεριών- μπορεί να γνωρίζουν και κάτι διαφορετικό από αυτό που ο πρωθυπουργός ισχυρίζεται και μορφάζουν, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας τα εξής: τόσο η διοίκηση του ΟΣΕ όσο και η διοίκηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ είχαν ενημερώσει εγγράφως εκείνη την εποχή, στο ανώτερο επίπεδο, την κυβέρνηση για τους κινδύνους και τα προβλήματα από την έλλειψη συντήρησης του σιδηροδρομικού δικτύου. Μερικά έγγραφα μπορεί να υπάρχουν και στα αρχεία του Μαξίμου, αν έχουν πρωτοκολληθεί.
Αποτελεί μυστήριο γιατί η κυβέρνηση τον Δεκέμβριο του 2021 τίναξε στον αέρα τις συνεννοήσεις μεταξύ της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και του ΟΣΕ, οι οποίες είχαν καταλήξει σε συμφωνία που προέβλεπε την καταβολή 800.000.000 € εκ μέρους των Ιταλών σε αντισταθμιστικά σε βάθος χρόνου, έναντι της υποχρέωσης του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος να αναβαθμίσει τις εγκαταστάσεις του απαρχαιωμένου σιδηροδρομικού δικτύου.
Στο παρά πέντε της υπογραφής αυτής της συμφωνίας, κορυφαίοι παράγοντες της κυβέρνησης επικαλέστηκαν την πανδημία ως ανωτέρα βία για να μην ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις. Και στην απορία κρατικών αξιωματούχων των σιδηροδρόμων προς το Μαξίμου διεξήχθη, παραμονές του νέου χρόνου (2022), ένα zoom με υπουργό του Μαξίμου, κορυφαίο παράγοντα της εποχής εκείνης, κατά τη διάρκεια του οποίου ετέθη το θέμα αρμοδίως. Γιατί το Δημόσιο θέλει να πετάξει τα 800.000.000 € των Ιταλών; Ποιος λόγος υπάρχει;
Παρ’ όλα αυτά, η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Οι διαπραγματεύσεις ΤΡΑΙΝΟΣΕ – ΟΣΕ άρχισαν το 2022 από μηδενική βάση και παρίστατο σε αυτές ο διευθυντής αρμόδιου υφυπουργού. Πρέπει και να υπάρχουν πρακτικά, αν δεν έχουν καταστραφεί.
Τώρα, πώς ύστερα απ’ όλα αυτά (που είναι γνωστά σε μικρό αριθμό προσώπων, τα οποία όμως δεν είναι διατεθειμένα να χάσουν την ησυχία τους και να τρέχουν στα δικαστήρια) είναι δυνατόν να μην υπάρχει σύνδεση μεταξύ της ολιγωρίας για τη σύμβαση 717 και το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα, όντως αυτό μόνο ο πρωθυπουργός μπορεί να το ξέρει.
Στα νομικά, πάντως, υπάρχει μια φράση για αυτά: αιτιώδης συνάφεια. Και επειδή ο κύριος Μητσοτάκης, όπως με χαρά διαπίστωσα, χρησιμοποίησε μια λέξη από το χθεσινό μας άρθρο στην κατάληξη της ραδιοφωνικής παρέμβασής του στον Σκάι, τη λέξη «αναστοχασμός» (την οποία μου έμαθε το 1997, ως Συνήγορος του Πολίτη, ο Νικηφόρος Διαμαντούρος), ας αναστοχαστεί και εκείνος: υπάρχει ή δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια;