Του Ιωάννη Χατζηθεοδοσίου*
Η εφαρμογή της λεγόμενης ρήτρας διαφυγής από το 2020 έδωσε στις κυβερνήσεις το περιθώριο να ρίξουν χρήματα στις οικονομίες τους, ώστε να μετριάσουν τις επιπτώσεις αρχικά της πανδημίας και στη συνέχεια της ενεργειακής κρίσης.
Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε μπροστά στην ολική επαναφορά των σκληρών κανόνων για το έλλειμμα και το χρέος, οι οποίοι θα ισχύσουν από τον Ιανουάριο του 2024.
Δηλαδή σε μια περίοδο όπου οι ευρωπαϊκές οικονομίες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις. Η πρωτοφανής αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ από τον Ιούνιο του 2022 και μετά έχει επιδεινώσει δραματικά τις συνθήκες χρηματοδότησης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, προκαλώντας ασφυξία στην πραγματική οικονομία.
Την ίδια ώρα ο πληθωρισμός και η ακρίβεια εξακολουθούν να ασκούν πιέσεις στα εισοδήματα και να περιορίζουν την κατανάλωση στα απολύτως απαραίτητα, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο η ρευστότητα των επιχειρήσεων. Οι κυβερνήσεις θα κληθούν να διαχειριστούν αυτές τις πιέσεις ουσιαστικά χωρίς εφόδια.
Σε δυσκολότερη θέση βρίσκονται ασφαλώς οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ειδικότερα η Ελλάδα καλείται το 2024 να λειτουργήσει μέσα σε ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο, προκειμένου να πετύχει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2,1%, παρά την τεράστια επιβάρυνση που προκάλεσαν οι φυσικές καταστροφές στη Θεσσαλία, στον Έβρο και αλλού.
Η Ευρώπη βαδίζει προς τις κρίσιμες ευρωεκλογές του 2024, με τις κοινωνίες της να έχουν εξαντληθεί από διαδοχικές κρίσεις, με την οικονομία της σε τροχιά επιβράδυνσης και με τις κυβερνήσεις αδύναμες να αντιδράσουν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο κίνδυνος ενίσχυσης ακραίων, λαϊκίστικων πολιτικών δυνάμεων ενισχύεται σημαντικά.
Είναι σαφές ότι το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. πρέπει να αλλάξει ριζικά, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σημερινής πραγματικότητας. Κανείς δεν διαφωνεί ότι υπάρχει ανάγκη για σταδιακή δημοσιονομική εξυγίανση. Αυτή, όμως, θα πρέπει να είναι ρεαλιστική, με στόχους προσαρμοσμένους στα ιδιαίτερα δεδομένα κάθε χώρας.
Δυστυχώς, για ακόμη μια φορά, έχουν δημιουργηθεί τα γνωστά «στρατόπεδα», με τις χώρες της νότιας Ευρώπης να υποστηρίζουν την ευελιξία και τις χώρες του Βορρά να απαιτούν αυτόματους, καθολικούς κανόνες και αυστηρούς αριθμητικούς στόχους.
Η κατάληξη αυτής της συζήτησης θα επηρεάσει άμεσα την πορεία των ευρωπαϊκών οικονομιών στο μέλλον.
Ζούμε πλέον σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, όπου οι κρίσεις και οι ανατροπές τείνουν να γίνουν κανονικότητα, διαμορφώνοντας διαρκώς νέα δεδομένα, ανάγκες και προτεραιότητες. Η Ευρώπη δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί σε αυτές τις συνθήκες, με άκαμπτους οριζόντιους κανόνες. Είναι καιρός τα γνωστά «γεράκια» της ευρωζώνης να κατανοήσουν ότι η δημοσιονομική διακυβέρνηση δεν είναι μια στεγνή τεχνοκρατική άσκηση, αλλά μια κατ’ εξοχήν πολιτική διαδικασία, η οποία αφορά το παρόν και το μέλλον των οικονομιών και των κοινωνιών της.
*Πρόεδρος ΕΕΑ και επίτιμος διδάκτορας ΠΑ.ΠΕΙ.