Ας φανταστούμε ότι μπαίνουμε σε μια χρονομηχανή. Γυρίζουμε πίσω, στις 5 Ιουλίου του 2015 και ενημερώνουμε τον κόσμο που πανηγύριζε για το μεγαλειώδες «Όχι» πως ερχόμαστε από το 2023 και μόλις επανεξελέγη Πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με 40% και 23 μονάδες διαφορά από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ. Πάμε στα νησιά, στους ανθρώπους που εξέφρασαν το τεράστιο κύμα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και τους λέμε για τις εκατοντάδες επιχειρήσεις παράνομων επαναπροωθήσεων. Μετά ταξιδεύουμε στο 2019 και ενημερώνουμε πως ο θρίαμβος τότε της ΝΔ θα είναι μια πρωτοφανής ιστορικά κυριαρχία τέσσερα χρόνια μετά. Περνάμε κι από το Εφετείο το 2020 και μας μιλάμε για τη «Νίκη» και τους «Σπαρτιάτες». Τι θέλω να πώ; Ότι η Ιστορία δεν εξελίσσεται απαραίτητα γραμμικά, προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Επομένως, αν ερχόταν ένας χρονοταξιδιώτης από το 2030, τι θα μας έλεγε; Μπορεί κανείς να στοιχηματίσει;
Του Θάνου Καμήλαλη
Υπάρχει κόσμος που απο χθες δεν μπορεί να αναπνεύσει, πάλι. Που νιώθει να πνίγεται. Που νιώθει ανήμπορος, οργισμένος ίσως, σαστισμένος και πάρα μα πάρα πολύ κουρασμένος. Που νιώθει έτοιμος για πολιτική παραίτηση, βγάζοντας νοητικά διαβατήρια για κάπου αλλού. Νιώθει ηττημένος για άλλη μία φορά. Μετράει ξανά και ξανά τα ακροδεξιά κόμματα της νέας Βουλής, καταγράφει τη νέα ήττα των ιδεών του. Νιώθει τόσο μα τόσο μόνη και μόνος.
Αυτό το κομμάτι της κοινωνίας με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο αυτές τις μέρες από όλες τις υπόλοιπες συνέπειες του μαύρου, με λίγο μπλε, εκλογικού αποτελέσματος. Η απογοήτευση και η πρόθεση για παραίτηση είναι πολύ λογικές. Αν έχεις ασχοληθεί έστω και λίγο σοβαρά με το τι συνέβη τα τελευταία τέσσερα χρόνια, είναι πολύ λογικό να φαντάζεσαι τι έρχεται. Μία NΔ on steroids, μια ακόμα πιο αυταρχική και αλαζονική διακυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, με το αίσθημα της νομιμοποίησης των πολιτικών της από το 40% όσων εμφανίστηκαν να ψηφίσουν σε δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Δίπλα της, ένα 10% ακροδεξιάς και νεοφασιστικής αντιπολίτευσης που θα κάνει τον Άδωνι Γεωργιάδη να μοιάζει κεντρώος, καθώς θα ζητάει ακόμα περισσότερη βία κατά των αδύναμων, περισσότερη περιστολή δικαιωμάτων. Μια πρωτοφανής κατάσταση όπου το κυβερνών κόμμα θα έχει 110 περισσότερους βουλευτές από την αξιωματική αντιπολίτευση (δηλαδή μια Ζωή Κωνσταντοπούλου και μισό βουλευτή της, κατά την ίδια).
Είναι κουραστική ακόμα και η απλή περιγραφή της κατάστασης. Είναι απόλυτα λογικό το αίσθημα της παραίτησης. Είναι απόλυτα λογικές οι σκέψεις ότι τίποτα δεν αλλάζει, ότι τίποτα δεν έχει νόημα, ότι τζάμπα ασχολούμαστε, τζάμπα υποφέρει η ψυχική μας υγεία επειδή μας νοιάζει τι συμβαίνει γύρω μας. «Αφού ο κόσμος γουστάρει Μητσοτάκη, αφού η ελληνική κοινωνία ήταν πάντα έτσι και γιουβέτσι, εμένα γιατί να με νοιάζει, γιατί να χαλιέμαι;».
Oι εκλογές όμως, είναι μία φωτογραφία «της στιγμής». Όντως, ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας επέλεξε να επιβραβεύσει τις πολιτικές του Κυριάκου Μητσοτάκη, τασσόμενο γύρω από την υπόσχεση της «σταθερότητας» και της «ανάπτυξης», θεωρώντας πολυτέλεια έννοιες όπως αυτή του «Κράτους Δικαίου» και των «δικαιωμάτων». Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι κινήθηκε πιο ακροδεξιά, στην παραθρησκευτική «Νίκη», τον Βελόπουλο και το κόμμα – «αχυράνθρωπο» του καταδικασμένου για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, νεοναζί Κασιδιάρη.
Αυτά είναι γεγονότα, facts που λένε και στο χωριό μου. Αλλά η εκλογική συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας είναι μία τάση, ενώ το τι θα συμβεί στο μέλλον είναι απλές εκτιμήσεις, ασχέτως της βεβαιότητας με την οποία αυτές εκφέρονται (δυστυχώς η βεβαιότητα περισσεύει). Έχει διαφορά.
Νομίζω ότι ένα βασικό σφάλμα των ημερών βρίσκεται στο ότι η «ελληνική κοινωνία» θεωρείται ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο, λόγω της απογοήτευσης, στολίζεται με διάφορα κοσμητικά επίθετα και πολιτικούς χαρακτηρισμούς δεξιάς και ακροδεξιάς απόχρωσης. Αντικαθιστά μια προηγούμενη περιστασιακή αποθέωση του «σοφού λαού» και συνοδεύεται συχνά με τη φράση «πάντα έτσι είναι ο Έλληνας».
Ε, όχι και πάντα.
Γιατί θυμάμαι πολύ πρόσφατα γεγονότα, λίγων ετών μόλις, όπου ο «λαός» έκανε τις «σωστές επιλογές», είπε «όχι στους εκβιασμούς» και «έδειξε την αλληλεγγύη του». Χρονικά, δεν είναι πολύ μακριά το 2015, με την πρώτη μεγάλη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και το τεραστιο όχι του δημοψηφίσματος, κόντρα σε όλους και όλα. Τότε που η ελληνική Αριστερά, αυτή της «κοινωνίας» αποτελούσε σημείο αναφοράς για όλη την Ευρώπη. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από το τεράστιο κύμα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες το 2015-17, οι αντιφασιστικές νίκες σε δρόμο και δικαστικές αίθουσες, το «δεν είναι αθώοι» που έγινε mainstream. Μαζί τα ζήσαμε, στην ίδια κοινωνία, σε πολύ μεγάλο βαθμό με τους ίδιους ανθρώπους. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια επίσης από την είσοδο της Χρυσής Αυγής στο Κοινοβούλιο, από την εποχή των ταγμάτων εφόδων στους δρόμους και διατήρηση των ποσοστών της εγκληματικής οργάνωσης, περίπου στο 7%, παρά τις δολοφονίες Λουκμάν και Φύσσα. Από όταν δηλαδή καταλαβαίναμε ότι δεν επρόκειτο για «παραπλανημένους» ψηφοφόρους και θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να θεωρήσουμε νομοτελειακή την περαιτέρω αύξηση των ποσοστών της οργάνωσης, αναλύοντας τα χειρότερα που θα έρχονταν.
Ακόμα και για τη διαμόρφωση των συνειδήσεων από το σχεδόν ολοκληρωτικό καθεστώς στα ΜΜΕ αν θέλουμε να μιλήσουμε, θα πρέπει να σκεφτούμε την πολύ πρόσφατη εποχή όπου όλα τα συστημικά ΜΜΕ τάσσονταν υπέρ του μνημονίου, του «ΝΑΙ» και της κυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά, χάνοντας ξανά και ξανά. Τότε που γελούσαμε με το ανέκδοτο «όλες οι κοινωνικές ομάδες είναι με το ΝΑΙ» της Μαρίας Σαράφογλου στον Κλέωνα Γρηγοριάδη.
Τώρα όντως, το ανέκδοτο έγινε πικρή πραγματικότητα. «Όλες οι κοινωνικές ομάδες» στηρίζουν Κυριάκο Μητσοτάκη. Ίσως όχι σε όλα, αλλά σίγουρα ενεργά. Το ερώτημα είναι όμως, μέχρι πότε. Γιατί δεν είμαστε σε περίοδο «ομαλότητας» και επίσης, ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου είναι από ελάχιστα έως καθόλου πολιτικοποιημένο. Δεν είναι «μπετόν αρμέ» οι πολιτικες απόψεις του, είναι περισσότερο φτερό στον άνεμο. Ο Μητσοτάκης κυβέρνησε για μία τετραετία χωρίς ουσιαστικά δημοσιονομικούς περιορισμούς, λόγω της πανδημίας. Αυτό δεν θα ξανασυμβεί, τα πλεονάσματα επιστρέφουν, η ανάπτυξη θα μειωθεί, όπως σημειώνουν οι διεθνείς οργανισμοί στις προβλέψεις για 2023 και 2024. Οι πολιτικές του θα συνεχίσουν να χτυπούν τους πιο αδύναμους και οι «συγγνώμες», μαζί με τις μεγαλόστομες υποσχέσεις για «αλλαγή του κράτους» θα τελειώσουν. Το θετικό αφήγημα με το οποίο κατέβηκε η ΝΔ στις εκλογές θα διαψευστεί ξανά, πολύς κόσμος δεν θα θέλει να δώσει μία τρίτη ευκαιρία. Η αλαζονεία και οι επιθέσεις στους ήδη ασθμαίνοντες θεσμούς του Κράτους δικαίου θα συνεχιστούν, αχαλίνωτα, παρά τις κουλ εμφανίσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο TikTok. Το διεθνές σκηνικό είναι προφανώς εκρηκτικό, ενώ δεν αποκλείεται να συμβεί και όντως κάτι στα ελληνοτουρκικά.
Σήμερα, πολλοί νομίζουν ότι ξέρουν τα πάντα, αλλά, σε ένα τέτοιο ασταθές περιβάλλον, τι θα συζητάμε άραγε, π.χ., σε έναν χρόνο από σήμερα, στις Ευρωεκλογές του 2024; Τις πρώτες ρωγμές στο καθεστώς Μητσοτάκη, ή τη νέα συντηρητικοποίηση; Το τελος ή τα σημάδια αναγέννησης της Αριστεράς; Τι θα λέμε για το κύμα πλειστηριασμών; Θα είναι ένα φωτεινό παράδειγμα αντίδρασης στην κυρίαρχη πολιτική ή μία απλή καταγραφή εξώσεων, ένα νούμερο όπως είναι σήμερα για τόσους πολλούς συμπολίτες μας οι πρόσφυγες που πνίγονται; Θα έχουμε νίκες σε επίπεδο σωματείων, όπως συνέβη στην e-food, στην Cosco και σε επίπεδο δημόσιων αγαθών, όπως τα κατάφερνε το κίνημα του νερού τόσα χρόνια; Το κοντινό παρελθόν μας λέει ότι μόνο ένας χρονοταξιδιώτης θα μπορούσε να μας πει με βεβαιότητα.
Κι αυτό δεν είναι κάποια υπέρμετρη αισιοδοξία. Δεν είναι καν αισιοδοξία. Τα πράγματα μπορούν να πάνε πολύ χειρότερα ή πολύ καλύτερα. Απλώς, θα πρέπει να έχουμε μάθει πλέον πολύ καλά ότι η Ιστορία δεν εξελίσσεται απαραίτητα γραμμικά.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, τα επόμενα χρόνια μάλλον θα είναι ιστορικά. Υπάρχουν τόσα πολλά που πρέπει να γίνουν, που πρέπει να αλλάξουν. Οφείλουμε στους εαυτούς μας να είμαστε εδώ, ενεργοί, απέναντι στον ζόφο και στη συνεχή επίθεση στη λογική μας. Να ρισκάρουμε την επόμενη ήττα μας, την επόμενη απογοήτευση, σε αυτήν τη μία πιθανότητα να γυρίσει το εκκρεμές. Για τη μία πιθανότητα να βρεθούμε σε μια παρέα σε μερικά χρόνια από σήμερα και να λέμε:
«Θυμάσαι ρε συ, τότε, το 2023, που τα βλέπαμε όλα μαύρα;»