Στη Δύση υπάρχει μία ιδεοληψία, καλλιεργούμενη από την προπαγάνδα, ότι ο Πούτιν έχει αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, δηλαδή επιδιώκει να κατακτήσει την Ουκρανία και γειτονικές χώρες, με στόχο τη δημιουργία μιας μεγαλύτερης Ρωσίας καθιστώντας την, διάδοχο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Με άλλα λόγια, η Ουκρανία είναι ο πρώτος στόχος του Πούτιν, αλλά όχι ο τελευταίος. Στην προπαγάνδα πρωτοστατεί ο Ζελένσκι ο οποίος προσπαθεί να δραματοποιήσει περαιτέρω την κατάσταση προσδοκώντας περισσότερη βοήθεια ή και την επέμβαση της Δύσης. Επίσης οι χώρες τις Βαλτικής και η Πολωνία ενισχύουν αυτήν την άποψη. χωρίς βέβαια να διατεινόμασθε ότι ο Πούτιν είναι και Αρσακειάδα.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι παρόλο που αυτή η αφήγηση αναπαράγεται στα δυτικά μέσα ενημέρωσης δεν υπάρχουν στοιχεία που να την υποστηρίζουν. Οι θιασώτες της άποψης αυτής παραθέτουν αποσπάσματα δηλώσεων του Πούτιν ερμηνευόμενα κατά το δοκούν. Αναφέρουν ότι χαρακτήρισε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης: «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του αιώνα». Και ότι ο Πούτιν είπε επίσης: «Αυτός που δεν θυμάται τη Σοβιετική Ένωση δεν έχει καρδιά. Όποιος την θέλει πίσω δεν έχει μυαλό». Άλλοι πάλι παραθέτουν μια ομιλία στην οποία είπε ότι «η σύγχρονη Ουκρανία δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου από τη Ρωσία ή, πιο συγκεκριμένα, από την μπολσεβίκικη, κομμουνιστική Ρωσία». Αλλά στην ίδια ομιλία, μιλώντας για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, ο Πούτιν είπε: «Φυσικά δεν μπορούμε να αλλάξουμε γεγονότα του παρελθόντος, αλλά πρέπει να τα αναγνωρίσουμε ανοιχτά και ειλικρινά».
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ο Πούτιν αναγνωρίζει την Ουκρανία ως ανεξάρτητη χώρα. Στο άρθρο του για τις Ρωσο-Ουκρανικές σχέσεις της 12ης Ιουλίου 2021, γράφει προς τον ουκρανικό λαό: «Θέλετε να δημιουργήσετε το δικό σας κράτος; Εμείς το καλωσορίζουμε». Και για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται η Ρωσία στην Ουκρανία, γράφει: «Υπάρχει μόνο μία απάντηση: με σεβασμό». Είναι δύσκολο να συμβιβαστούν αυτές οι δηλώσεις με τις δηλώσεις αξιωματούχων της Δύσης, ότι θέλει να εντάξει την Ουκρανία στη «μεγάλη Ρωσία». Ο αντίλογος βέβαια θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει υποκριτικές.
Στο ίδιο άρθρο και ξανά σε μια σημαντική ομιλία του στις 21 Φεβρουαρίου φέτος, ο Πούτιν τόνισε ότι η Ρωσία αποδέχεται «τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα που αναπτύχθηκε μετά την κατάρρευση της «ΕΣΣΔ».
Αυτό υποδηλώνει ότι ο Πούτιν δεν ενδιαφέρεται να είναι η Ουκρανία μέρος της Ρωσίας. Ενδιαφέρεται να διασφαλίσει ότι αυτή δεν θα γίνει «εφαλτήριο» για τη δυτική επιθετικότητα κατά της Ρωσίας,
Η εισβολή
Ίσως η καλύτερη ένδειξη ότι ο Πούτιν δεν επιδιώκει να κατακτήσει και να απορροφήσει την Ουκρανία είναι η στρατιωτική στρατηγική που χρησιμοποίησε η Μόσχα από την αρχή της ειδικής επιχείρησής της. Ο ρωσικός στρατός δεν προσπάθησε να κατακτήσει ολόκληρη την Ουκρανία, άλλωστε, δεν ήταν εφικτό καθότι ο ρωσικός στρατός, που ξεκίνησε την ειδική επιχείρηση, είχε φθάσει να έχει τους πρώτους μήνες της εισβολής, 190.000 στρατιώτες, σε σχέση με τα 1,2-1,3 εκατομμύρια στρατιώτες που διαθέτει. Αυτή η δύναμη είναι πολύ μικρή για να καταληφθεί μία χώρα του μεγέθους της Ουκρανίας, η οποία δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη μεταξύ του Ατλαντικού Ωκεανού και της Ρωσίας, αλλά έχει επίσης πληθυσμό άνω των 40 εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι Ρώσοι ακολούθησαν μια στρατηγική περιορισμένων στόχων που επικεντρωνόταν στη δημιουργία απειλής για την κατάληψη του Κιέβου με στόχο την εγκατάσταση φιλικής κυβέρνησης, αλλά κυρίως στην κατάκτηση ενός σημαντικού τμήματος εδάφους στα ανατολικά και νότια της Ουκρανίας. Με λίγα λόγια, η Ρωσία δεν είχε σκοπό να υποτάξει ολόκληρη την Ουκρανία, πόσο μάλλον τις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η αδυναμία της Ρωσίας να καταλάβει ολόκληρη την περιοχή του Ντονμπάς μετά από ένα και πλέον χρόνο από την εισβολή, αναδεικνύει επί πλέον τα εγγενή προβλήματα του ρωσικού στρατού και την έλλειψη των πόρων για ευρύτερες επιχειρήσεις.
Η πρόσφατη ιστορία εξάλλου απέδειξε ότι η κατοχή χωρών στην εποχή του εθνικισμού είναι πάντα μια συνταγή για ατελείωτα προβλήματα. Η σοβιετική εμπειρία στο Αφγανιστάν είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Η Μόσχα στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης κατέστειλε μια μεγάλη εξέγερση στην Ανατολική Γερμανία το 1953, στη συνέχεια εισέβαλε στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968 για να τις κρατήσει στην τροχιά της. Σοβαρά προβλήματα προέκυψαν στην ΕΣΣΔ και στην Πολωνία, το 1956, το 1970 και ξανά το 1980-1981.
Προσπάθειες αποφυγής του πολέμου
Ο Πούτιν έκανε πολλές προσπάθειες για να αποφευχθεί το μοιραίο. Σε μία απ’ αυτές, στις 17 Δεκεμβρίου 2021, η Μόσχα έστειλε χωριστές επιστολές στην κυβέρνηση Μπάιντεν και στο ΝΑΤΟ, ζητώντας γραπτές εγγυήσεις ότι: 1) Η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, 2) επιθετικά όπλα δεν θα αναπτυχθούν κοντά στα σύνορα της Ρωσίας.
Ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν απάντησε στα αιτήματα της Ρωσίας λέγοντας απλώς, «Καμία αλλαγή. Δεν θα υπάρξουν αλλαγές».
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Πούτιν έκανε πολλές δημόσιες δηλώσεις που δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι θεωρούσε την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία ως υπαρξιακή απειλή. Μιλώντας ενώπιον του συμβουλίου του Υπουργείου Άμυνας στις 21 Δεκεμβρίου 2021, είπε: «Αυτό που κάνουν, προσπαθούν ή σχεδιάζουν να κάνουν στην Ουκρανία δεν συμβαίνει χιλιάδες μίλια από τα εθνικά μας σύνορα. . Αυτό συμβαίνει στο κατώφλι μας. Πρέπει να καταλάβουν ότι απλώς δεν έχουμε πού να υποχωρήσουμε περαιτέρω. Πιστεύουν πραγματικά ότι δεν βλέπουμε αυτές τις απειλές; Ή μήπως πιστεύουν ότι θα καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια παρακολουθώντας τις αυξανόμενες απειλές για τη Ρωσία»; Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στις 22 Φεβρουαρίου 2022, Λίγες μέρες πριν από την έναρξη της ειδικής επιχείρησης, ο Πούτιν είπε: «Είμαστε κατηγορηματικά ενάντια στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, επειδή αποτελεί απειλή για εμάς και έχουμε επιχειρήματα για να το υποστηρίξουμε. Το έχω πει πολλές φορές».
Εάν το Κρεμλίνο είχε επεκτατικές βλέψεις θα προκαλούσε τον πόλεμο και δεν θα προσπαθούσε να τον αποσοβήσει. Επίσης δεν θα εισέβαλλε στην Ουκρανία με ένα μικρό μέρος της στρατιωτικής του δύναμης αλλά με πολύ μεγαλύτερο ώστε να καταλάβει την Ουκρανία και να εισβάλλει άμεσα στην επόμενη χώρα ή να το αφήσει για μεταγενέστερο χρόνο. Οι εικασίες του Ζελένσκι και μέρους της Δύσης έχουν σαν σκοπό τη δαιμονοποίηση της Ρωσίας και του Πούτιν και την αιτιολόγηση των κυρώσεων. Πρέπει επίσης να συνεκτιμηθεί, ότι οι γειτονικές χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ, εκτός της Μολδαβίας. Ο Πούτιν δεν είναι παράφρων να εισβάλλει σε χώρα του ΝΑΤΟ, με ότι αυτό συνεπάγεται!
Η πραγματική αιτία των προβλημάτων
Η κύρια ρίζα της τρέχουσας κρίσης στην Ουκρανία είναι οι προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να μετατρέψουν αυτή τη χώρα σε προπύργιο της Δύσης στα σύνορα της Ρωσίας. Σύμφωνα με έναν έγκριτο Ρώσο δημοσιογράφο, ο Πούτιν προειδοποίησε, ότι «αν η Ουκρανία ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, θα είναι χωρίς την Κριμαία και πολλές από τις ανατολικές της περιοχές. Απλώς θα θρυμματιστεί».
Ο Γουίλιαμ Μπερνς, ο οποίος είναι τώρα επικεφαλής της CIA και, κατά τη διάρκεια της συνόδου του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, ήταν ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα, έγραψε ένα σημείωμα στην τότε υπουργό Εξωτερικών, Κοντολίζα Ράις, στο οποίο περιγράφει συνοπτικά τις απόψεις της Ρωσίας για αυτό το θέμα. Σύμφωνα με τον ίδιο: «Η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι η πιο αντίθετη από όλες τις κόκκινες γραμμές για τη ρωσική ελίτ (και όχι μόνο για τον Πούτιν. Σε περισσότερα από δυόμισι χρόνια συνομιλιών με βασικούς Ρώσους παίκτες, από πατριώτες έως τους πιο σκληρούς φιλελεύθερους επικριτές του Πούτιν, δεν βρήκα κανέναν που να θεωρεί την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ ως κάτι άλλο εκτός από μια άμεση πρόκληση. στα συμφέροντα της Ρωσίας. Και η σημερινή Ρωσία θα αντιδράσει. Οι σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας απλώς θα παγώσουν. Αυτό θα δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για ρωσική παρέμβαση στις υποθέσεις της Κριμαίας και της ανατολικής Ουκρανίας».
Ο Μπερνς, φυσικά, δεν ήταν ο μόνος πολιτικός που κατάλαβε ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ήταν γεμάτη κινδύνους. Πράγματι, στη σύνοδο του Βουκουρεστίου, η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί αντιτάχθηκαν στην προώθηση της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, καθώς κατάλαβαν ότι αυτό θα προκαλούσε ανησυχία και οργή στη Μόσχα
Η τραγική αλήθεια είναι ότι αν η Δύση επέβαλε την τήρηση των συμφωνιών του Μινσκ στο Κίεβο και παράλληλα δεν επεδίωκε την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, πιθανότατα δεν θα εμαίνετο ο πόλεμος σήμερα και η Κριμαία πιθανόν θα εξακολουθούσε να είναι μέρος της Ουκρανίας.
Η ευθύνη της Ευρώπης είναι τεράστια. Αντί να ορθώσει το ανάστημά της στον πατερναλισμό της Ουάσιγκτον, προωθώντας μία ανεξάρτητη ευρωπαϊκή πολιτική που θα εξυπηρετούσε την οικονομική ευημερία των λαών της, υποτάχθηκε ανεξήγητα σε αλλότρια γεωπολιτικά συμφέροντα. Η ιστορία θα καταδείξει την ανεπάρκεια των σημερινών ηγετών της.