Παγώνει μέχρι νεωτέρας η επιδότηση στο πετρέλαιο κίνησης παρά τις τιμές-φωτιά στο diesel και το χαμηλό κόστος του μέτρου- δεν ξεπερνά τα 45 εκατ. ευρώ- αλλά και τα δημοσιονομικά περιθώρια των 630 εκατ. ευρώ που δημιουργεί το μικρότερο κατά 0,3% του ΑΕΠ έλλειμμα του 2022.
Δύο εβδομάδες μετά την πρωθυπουργική εξαγγελία, στο οικονομικό επιτελείο εμφανίζονται να επανεξετάζουν το μέτρο για επαναφορά της επιδότησης των 15 λεπτών στο πετρέλαιο κίνησης εκτιμώντας ότι δεν πρέπει να βιαστούν καθώς η τιμή μπορεί να κινείται σταθερά πάνω από τα 2 ευρώ το λίτρο, ωστόσο υπάρχει αποκλιμάκωση, έστω και οριακή (μόλις 3-4 λεπτά του ευρώ).
Σύμφωνα με αρμόδιο παράγοντα, η εικόνα που καταγράφεται είναι ιδιαίτερα ρευστή και δεν οδηγεί ακόμα σε ασφαλή συμπεράσματα ενώ υπάρχουν μεγάλες ανατροπές, με το σκηνικό από την ενεργειακή κρίση να είναι συνεχώς μεταβαλλόμενο. Είναι ενδεικτικό ότι στο φυσικό αέριο η τιμή της μεγαβατώρας έχει αφήσει το πολύ υψηλό των 340 ευρώ τον Αύγουστο και έχει κατηφορίσει κάτω από το ψυχολογικό φράγμα των 100 ευρώ δίνοντας σημαντική ανάσα στον προϋπολογισμό καθώς οι επιδοτήσεις για το ρεύμα έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο.
Για τους λόγους αυτούς νέα παρέμβαση στο πετρέλαιο κίνησης από την 1η Νοεμβρίου δεν πρόκειται να υπάρξει με το θέμα να μετατίθεται για αργότερα και με τα κλειδιά για τις τελικές αποφάσεις να είναι η εξέλιξη των τιμών σε διεθνές επίπεδο και οι επιπτώσεις στα μεταφορικά κόστη.
Πάντως έντονη παραμένει η αβεβαιότητα για την τροχιά των ενεργειακών τιμών, πράγμα που δημιουργεί δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς κινδύνους, και στο οικονομικό επιτελείο δεν θέλουν να βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο και κυρίως όσον αφορά τον στόχο για την επενδυτική βαθμίδα, καθώς το «ταμείο του 2022» θα αποτελέσει τη βάση των αξιολογήσεων για τους ελεγκτικούς οίκους.
Αλλωστε από το 2023 επανέρχεται η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα αλλά με βάση το προσχέδιο ο πήχης έχει κατέβει στο 0,7% του ΑΕΠ έναντι πρόβλεψης για 1,1%. Το γεγονός διευκολύνει ότι το έλλειμμα φέτος θα είναι χαμηλότερο από τον αρχικό στόχο και θα διαμορφωθεί στο 1,4% του ΑΕΠ έναντι της επικαιροποιημένης πρόβλεψης για 1,7% που δημιουργεί ταμειακό χώρο 630 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω των αυξημένων εσόδων από τον τουρισμό και των φορολογικών υπερεισπράξεων ύψους 4,5 δισ. ευρώ, με σημαντική τη συμβολή του πληθωρισμού καθώς οι ανατιμήσεις ενίσχυσαν τα έσοδα από τους αναλογικούς φόρους κατανάλωσης όπως ο ΦΠΑ.