Χιώτης στα χρόνια της ακμής του ήταν για τους μπουζουξήδες ό,τι ο Καζαντζίδης για τους τραγουδιστές
Οι παλιοί λαϊκοί οργανοπαίχτες είχαν τον εγωισμό τους και δεν θα τους άκουγες να εγκωμιάζουν κανέναν άλλο παρά τον ίδιο τους τον εαυτό. Ωστόσο οι μπουζουξήδες στο άκουσμα του ονόματος του Χιώτη κάθονταν προσοχή, κρεμούσαν τα μπουζούκια τους και υποκλίνονταν.
Ακόμα και οι πιο μεγάλοι δεξιοτέχνες, όπως ο Σπόρος, ο Τατασόπουλος, ο Τσιμπίδης, ο Μακρυδάκης και ο Ζαμπέτας αλλά και οι νεώτεροι, Παπαδόπουλος, Καρνέζης, Ζαφειρίου, Παλαιολόγου, θεωρούσαν τον Χιώτη αναμφίλεκτα πρώτο και καλύτερο.
Ως επιμύθιο της κόντρας των δύο κορυφαίων μπουζουξήδων παραθέτουμε κι εδώ την περίφημη «κούρσα ταχύτητας και φαντασίας» ως κορυφαίο επεισόδιο στην ιστορία του μπουζουκιού.
Από το βιβλίο “Οκτώ λαϊκά πορτραίτα” του Γιώργου Άλτη αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από τη μαρτυρία του Χρήστου Λεβέντη, στενού φίλου και συνεργάτη του Μπέμπη:
Με τον Χιώτη ήταν πολύ φίλοι αλλά κοντραριζόντουσαν συνέχεια. Όταν δουλέψανε μαζί στο «Πιγκάλς» κάνανε αγώνα δρόμου. Ο Χιώτης ήταν και αυτός μεγάλος μάγκας και μεγάλος εγωιστής. Θυμάμαι μια φορά καθόμασταν μαζί με τον Μπέμπη στου Μάριου, στην Ίωνος, πίναμε καφέ και μπαίνει μέσα ο Χιώτης. Παίρνει και αυτός έναν καφέ και κάθεται μαζί μας. Εγώ κατάλαβα ότι ο Μπέμπης είχε έναν εκνευρισμό. Μέσα στο καφενείο ήταν ο Τσιτσάνης, ο Χρήστος ο αδερφός του, ο Μπάτης, ο Κερομύτης, ο Ζαμπέτας, ο Λαύκας, ο Μητσάκης, ο Λουκάς Νταράλας, όλοι οι μπουζουξήδες. Του λέει ο Μπέμπης του Χιώτη σε μια στιγμή: «δεν παίρνεις την κιθάρα να με ακομπανιάρεις;» «γιατί;» του λέει ειρωνικά ο Χιώτης, «δεν ακομπανιάρεις εσύ να παίξω εγώ;» . «Εντάξει» λέει ο Μπέμπης. Παίρνει την κιθάρα και αρχίζουν. Παίζει, παίζει ο Χιώτης, από πίσω ακολουθεί ο Μπέμπης.
Αφού έπαιξε αρκετή ώρα, κάποια στιγμή τελειώνει. «Τώρα» του λέει ο Μπέμπης, «πάρε την κιθάρα να παίξω εγώ μπουζούκι». Και πλακώνεται, τον είχε πιάσει τρέλα, έπαιζε μανιασμένα. Όλο το καφενείο είχε ξεραθεί, δεν μίλαγε κανένας. Μόνο το μπουζούκι ακουγότανε και μια κιθάρα που προσπαθούσε να το ακολουθήσει. Άλλαζε συνέχεια δρόμους και ακόρντα. Σε μια στιγμή σταματάει, σηκώνεται όρθιος ο Χιώτης, του δίνει το χέρι και του λέει: «Μπράβο ρε Δημήτρη». Όλοι είχαν παγώσει.